Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Οι Εκπαιδευτικές Ανισότητες σε Συνθήκες Πανδημίας

Τον τελευταίο μήνα η χώρα μας καλείται να αντιμετωπίσει καταστάσεις πρωτόγνωρες, που ξεπερνούν ενδεχομένως πολλά σενάρια επιστημονικής φαντασίας. 

Η επέλαση του covid-19 στην Ευρώπη στοιχίζει πολλές ανθρώπινες ζωές, θέτει σε κίνδυνο τις οικονομίες των κρατών και αναγκάζει τους πολίτες να ζήσουν κάτω από συνθήκες αποστέρησης των κοινωνικών τους σχέσεων και της όποιας σωματικής εγγύτητας. 
Οι συναθροίσεις απαγορεύονται, οι συναντήσεις αποφεύγονται, οι επαφές καταδικάζονται, η απομόνωση επιβάλλεται, ο εγκλεισμός εξυμνείται και η μοναχικότητα επικρατεί, προβληματίζοντας επιστήμονες και πολίτες για το μέλλον των κοινωνικών σχέσεων και συναναστροφών.

Παράλληλα, στο πλαίσιο της πρόληψης, της διασποράς και της αντιμετώπισης του ιού όλες οι κοινωνικές δομές, που επέβαλαν ή απαιτούσαν τη συγκέντρωση μεγάλων ομάδων ατόμων σε κλειστούς, αλλά και ανοιχτούς χώρους, κλείνουν, σφραγίζονται ή αναστέλλουν επ’ αόριστον τη λειτουργία τους. Μεταξύ αυτών και τα σχολεία. Από τις αρχές Μαρτίου σταδιακά τα σχολεία κλείνουν και οι μαθητές κλείνονται. Η σχολική φοίτηση αναστέλλεται, η σχολική τάξη αναιρείται, η σχολική κοινότητα αποδομείται και διασπάται.

Η εκπαίδευση φαίνεται ότι μπαίνει σε μία νέα εποχή, στην οποία οι νέες τεχνολογίες κυριαρχούν, η πρωτοβουλία του εκπαιδευτικού αποκτά καίρια σημασία και η αυτονομία των σχολικών μονάδων αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς.

Παράλληλα, όμως, αυτή η νέα εποχή στην εκπαίδευση οδηγεί και σε έναν ουσιαστικό μετασχηματισμό των εκπαιδευτικών ανισοτήτων. 
Έναν μετασχηματισμό που καθιστά τους μαθητές από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες ακόμη πιο ευάλωτους, ακόμη πιο αδύναμους, ακόμη πιο άνισους, ακόμη πιο αδικημένους. 
Όμως, οι μετασχηματιζόμενες εκπαιδευτικές ανισότητες δεν αφορούν μόνο και δεν περιορίζονται μόνο σ΄αυτές τις κοινωνικές ομάδες. Υπό τις παρούσες συνθήκες αγγίζουν και ομάδες μαθητών, οι οποίες μέχρι και τον προηγούμενο μήνα λογίζονταν στο απυρόβλητο των εκπαιδευτικών ανισοτήτων ή έστω αρκετά προφυλαγμένες από αυτές.

Τρία φαίνεται ότι είναι τα σημεία, τα οποία αποτελούν τη βάση της σημερινής, ουσιαστικά και καταλυτικά, άνισα παρεχόμενης εκπαίδευσης.

Το πρώτο αφορά στην ίδια τη διδασκαλία, η οποία τον τελευταίο μήνα παίρνει ποικίλες μορφές, τελείται μέσω πολύ διαφοροποιημένων μέσων ή σε κάποιες περιπτώσεις δεν πραγματοποιείται καθόλου. 
Για να γίνω πιο αναλυτική, από την πρώτη εβδομάδα αναστολής της λειτουργίας των σχολείων κάποια μεγάλα ιδιωτικά σχολεία των Αθηνών εφάρμοσαν άμεσα ένα σύστημα ετερόχρονης (ασύγχρονης) εξ αποστάσεως διδασκαλίας, το οποίο πολύ γρήγορα, μέσα σε διάστημα λίγων ημερών, μετατράπηκε σε ταυτόχρονη (σύγχρονη) διδασκαλία. 
Το πρόγραμμα συνέχισε να εμπλουτίζεται και με τη διδασκαλία των ειδικών μαθημάτων, όπως η μουσική, τα καλλιτεχνικά, τα αγγλικά, όταν τα υπόλοιπα ιδιωτικά σχολεία και κάποιοι εκπαιδευτικοί δημοσίων σχολείων είχαν αρχίσει να στέλνουν ημερήσιο υλικό επανάληψης της ύλης στους μαθητές τους.

Ένα μήνα μετά, η εκπαιδευτική τηλεόραση απευθύνεται σε όλους τους μαθητές, ενώ η πλειονότητα των εκπαιδευτικών των δημοσίων και ιδιωτικών σχολείων στέλνει ή αναρτά υλικό που αφορά στην ύλη που έχει παραδοθεί μέχρι τώρα. 
Παράλληλα, τα ιδιωτικά σχολεία, που πρωτοστάτησαν στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση συνεχίζουν να εμπλουτίζουν το ταυτόχρονο (σύγχρονο) πρόγραμμα εξ αποστάσεως διδασκαλίας τους με όλα τα μαθήματα και να προχωρούν στην παράδοση μαθημάτων και στην κάλυψη της ύλης. 
Όπως, λοιπόν, γίνεται εμφανές, ακολουθείται ουσιαστικά ένα σύστημα διδασκαλίας πολλών ταχυτήτων. Όπου κάποιοι μαθητές βλέπουν και παρακολουθούν διαδικτυακά τη δασκάλα ή το δάσκαλό τους, ακούν και συνομιλούν με τους συμμαθητές τους, αποκτούν νέες γνώσεις και η εκπαίδευσή τους εξακολουθεί να έχει μια κάποια κανονικότητα. 
Κάποιοι άλλοι έρχονται σε επαφή με τους δασκάλους τους μέσα από το υλικό που τους στέλνεται ή τους αναρτάται και διορθώνεται είτε αυτόματα ή από τον εκπαιδευτικό. 
Κάποιοι άλλοι πάλι μαθαίνουν μαζικά μέσα από τα προγράμματα της τηλεόρασης και μη διαθέτοντας ίντερνετ, υπολογιστή, εκτυπωτή κτλ περιορίζουν την επαφή τους με τις σχολικές γνώσεις στην απρόσωπη αυτή διδασκαλία. 
Εδώ και τριάντα μέρες δεν έχουν δει ή ακούσει τον δάσκαλο ή τη δασκάλα τους, δεν έχουν έρθει σε επαφή με τους συμμαθητές τους, δεν έχουν αντιληφθεί ότι μπορεί το σχολείο να έκλεισε, αλλά η εκπαίδευση να συνεχίζεται.
Η συνέχιση αυτή, όμως, αφορά μόνο κάποιους, αφορά μόνο λίγους. Αυτούς τους λίγους που μέχρι τώρα είχαν τα μέσα και τη δυνατότητα πρόσβασης σε συγκεκριμένα αγαθά, που μετατρέπονταν σε συγκεκριμένα προνόμια.

Αυτούς τους λίγους που ανήκουν στα προνομιούχα οικονομικά στρώματα της κοινωνίας, τα οποία μπορούσαν να υποστηρίξουν τη φοίτηση σε ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο. 
Σήμερα, λοιπόν, οπισθοχωρώντας δεκαετίες πίσω η εκπαίδευση μετατρέπεται από κοινωνικό αγαθό, σε αντίστοιχο προνόμιο. 
Αφού, η εκπαιδευτική ανισότητα δεν αφορά πια μόνο τους πιο ευάλωτους ή τους κοινωνικά ανασφαλείς. Αφορά, όπως και κατά τον προηγούμενο αιώνα, την πλειονότητα των μαθητών, εκείνων που φοιτούν σε δημόσια σχολεία, που φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία με πιο περιορισμένα δίδακτρα, που ζουν σε χωριά και πόλεις, όπου η ιδιωτική εκπαίδευση δεν προσφέρεται ως επιλογή και οι οικονομικές δυνατότητες την καθιστούν ανέφικτη.

Η εγκαθίδρυση, εξάλλου, της εξ αποστάσεως ετερόχρονης και ταυτόχρονης εκπαίδευσης ανασκευάζει και τους κοινωνικούς ρόλους των εμπλεκόμενων στην εκπαιδευτική διαδικασία ατόμων, αναδεικνύοντας τον γονικό ρόλο ως καθοριστικό, καταλυτικό, κεντρικό.

Το δεύτερο σημείο του μετασχηματισμού των εκπαιδευτικών ανισοτήτων αφορά, λοιπόν, ακριβώς σε αυτό. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση προϋποθέτει, αν δεν επιβάλλει, την ενεργή συμμετοχή του γονέα στην οργάνωσή της, στην παρακολούθησή της, στον έλεγχό της, ακόμα και στη διενέργειά της. 
Πιο απλά, οι γονείς σήμερα υποχρεούνται να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους σύνδεση με το ίντερνετ. 
Επίσης, να έχουν τη δυνατότητα να τυπώσουν το υλικό που στέλνεται από το σχολείο ή να διαθέτουν για το κάθε τους παιδί κάποιο ηλεκτρονικό μέσο (υπολογιστή, tablet, κ.α.) πρόσβασης στο διαδίκτυο και παρακολούθησης του μαθήματος. 
Έπειτα, οφείλουν να γνωρίζουν πώς να χρησιμοποιήσουν το ίντερνετ, πώς να κατεβάσουν τα απαραίτητα προγράμματα,πώς να συνδεθούν στα εξ αποστάσεως μαθήματα.

Όμως, οι υποχρεώσεις τους δεν σταματούν εδώ. 
Γιατί ελλείψει του ελέγχου και της εποπτείας του εκπαιδευτικού, οι γονείς επιφορτίζονται με καθήκοντα που αποδίδονταν μέχρι πρότινος στον δικό του έργο. 
Οι γονείς των μαθητών, που παρακολουθούν ταυτόχρονη εξ αποστάσεως διδασκαλία, οφείλουν να παρακολουθούν το πρόγραμμα του κάθε παιδιού τους, να φροντίζουν να συνδεθούν τα παιδιά στη σωστή τάξη τη σωστή ώρα, να τυπώνουν το απαραίτητο εκπαιδευτικό υλικό και πολλές φορές, ειδικά στις μικρές τάξεις και κατόπιν αιτήματος του δασκάλου, οι γονείς οφείλουν να παρακολουθούν μαζί με το παιδί τους το μάθημα προκειμένου να το βοηθήσουν. 
Να το βοηθήσουν να συγκεντρωθεί, να προσέξει, να παρακολουθήσει, να ανταποκριθεί στο νέο αυτό διδακτικό πλαίσιο και την ανάλογη μαθησιακή διαδικασία.
Στις περιπτώσεις της ασύγχρονης διδασκαλίας, από την άλλη, οι γονείς καλούνται να βοηθήσουν τα παιδιά τους να ανταποκριθούν στις ασκήσεις ή τις εργασίες, να τις διορθώσουν ή να τις ξαναστείλουν στους εκπαιδευτικούς και παράλληλα να πείσουν τα παιδιά τους ότι αυτή η ενασχόληση εμπίπτει στις υποχρεώσεις τους, ότι αυτή η κατ’ οίκον εργασία είναι πια «το διάβασμά τους για το σπίτι». 
Ένα διάβασμα που προκύπτει χωρίς να δουν τον δάσκαλο ή τη δασκάλα τους, χωρίς να παρακολουθήσουν κάποιο μάθημα, χωρίς να κινηθεί το ενδιαφέρον τους και να δοκιμαστεί η φιλοδοξία τους.
Και αυτές οι ευθύνες, λοιπόν, βαραίνουν τις πλάτες των γονέων.

Οι γονείς, από αποστασιοποιημένοι και αθόρυβοι υποστηρικτές της μαθησιακής διαδικασίας και του έργου του δασκάλου, μετατρέπονται αναγκαστικά εν μία νυκτί σε ενεργούς βοηθούς. 
Αναλαμβάνουν μέρος των ευθυνών του εκπαιδευτικού και καλούνται να εκπληρώσουν υποχρεώσεις που αποτελούσαν μέρος του διδακτικού και παιδαγωγικού του έργου. 
Όμως, δεν είναι σε θέση όλοι οι γονείς να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις. Είτε γιατί δεν έχουν τον απαιτούμενο χρόνο, καθώς και υπό τους παρούσες συνθήκες εργάζονται, είτε γιατί δεν έχουν τις κατάλληλες γνώσεις, είτε γιατί δεν γνωρίζουν τον κατάλληλο παιδαγωγικό τρόπο να εργαστούν και να συνεργαστούν με τα παιδιά τους.
Και σε αυτό ακριβώς το στοιχείο έγκειται η μετασχηματιζόμενη ανισότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. 
Γιατί μέρος της αφήνεται εξ ανάγκης τυχαία στα χέρια μη εξειδικευμένων ατόμων, μη εκπαιδευμένων ή έστω μη ενημερωμένων. Και ακόμη ατόμων μη διαθέσιμων, μη ικανών, μη κατάλληλων. 
Γιατί όλοι οι γονείς δεν είναι ίδιοι, δεν έχουν όλοι τις ίδιες ικανότητες, δεν έχουν όλοι τις ίδιες γνώσεις, δεν έχουν όλοι τον ίδια προσέγγιση, δεν έχουν όλοι τον ίδιο χρόνο. 
Και δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο, από το να αναθέτει κανείς την εκπαίδευση των παιδιών σε άνισα προετοιμασμένα χέρια και μάλιστα κάτω από συνθήκες ψυχολογικής πίεσης, συναισθηματικού φόρτου και ανασφάλειας για το μέλλον.

Η αναστολή της σχολικής φοίτησης, όμως, αναδύει και μία ακόμη, τρίτη, εκπαιδευτική ανισότητα. 
Αυτήν που σχετίζεται με τη σχολική κουλτούρα ή την μεταδιδόμενη από το σχολείο κουλτούρα, κοινωνικά αποδεκτή, επιθυμητή, προκρινόμενη.

Μέχρι τώρα, το σχολείο μετέδιδε ψήγματα της κουλτούρας αυτής και κυρίως έφερνε όλους τους μαθητές σε επαφή μαζί της άμεσα αλλά και έμμεσα. 
Άμεσα, μέσω της διδασκαλίας επιμέρους μαθημάτων όπως η μουσική, η αισθητική αγωγή, η ποίηση και η κλασική λογοτεχνία, αλλά και οι επισκέψεις σε μουσεία, θέατρα, εκθέσεις ζωγραφικής, ιστορικούς χώρους. 
Και έμμεσα, προβάλλοντας ενδεδειγμένους τρόπους απασχόλησης των μαθητών στον ελεύθερό τους χρόνο, αναθέτοντας ως κατ’ οίκον εργασία την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων, προτείνοντας επισκέψεις σε σημεία πολιτισμού και επηρεάζοντας τους γονείς των μαθητών μέσα από παραινέσεις και προτάσεις.

Η πολιτισμική αυτή επαφή, όμως, δεν πραγματοποιείται ούτε άμεσα, ούτε έμμεσα υπό τις παρούσες συνθήκες. 
Οι μαθητές επιλύουν ασκήσεις ή στην καλύτερη περίπτωση παρακολουθούν ένα εξ αποστάσεως ταυτόχρονο μάθημα και η επικοινωνία τους με τον εκπαιδευτικό είναι είτε ανύπαρκτη, είτε περιορισμένη και ημιτελής.
Ο ελεύθερος χρόνος τους, πολύ περισσότερος από αυτόν που είχαν τους προηγούμενους μήνες,εξαρτάται, πλέον, από τις συνήθειες (habitus) της οικογένειας και από τις προτροπές των γονέων. 
Οι μαθητές, λοιπόν, μοιραία διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σ’ αυτούς που κατέχουν τη σχολική κουλτούρα και σ’ αυτούς που μέχρι πρότινος έρχονταν σε επαφή μαζί της μόνο ή κυρίως μέσω της σχολικής φοίτησης.
Η νέα, λοιπόν, αυτή, αναδυόμενη εκπαιδευτική ανισότητα αφορά στο γεγονός ότι μέσα από αυτόν τον εγκλεισμό και την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, ορισμένοι μαθητές θα βρεθούν κερδισμένοι, ενώ άλλοι θα κάνουν ουσιαστικά βήματα προς τα πίσω. 
Συγκεκριμένα, εκτός από το ευεργετικό από κάθε άποψη για το παιδί ελεύθερο ή οργανωμένο παιχνίδι, το οποίο αφορά όλα τα παιδιά, θα υπάρξουν μαθητές που τις ώρες εγκλεισμού τους θα παίξουν κάποιο μουσικό όργανο, θα παρακολουθήσουν online θεατρικές παραστάσεις, θα μετάσχουν σε virtual ξεναγήσεις μουσείων, θα διαβάσουν λογοτεχνικά βιβλία, θα παίξουν σκάκι, θα φτιάξουν πάζλ. 
Και άλλοι, που τις ίδιες ώρες θα ξοδέψουν τον ελεύθερό τους χρόνο μπροστά από μία οθόνη υπολογιστή, τηλεόρασης ή tablet, επικοινωνώντας μέσω social media ή στην καλύτερη περίπτωση μαγειρεύοντας και ζωγραφίζοντας. 
Η αποστέρηση της σχολικής φοίτησης απομακρύνει την πλειονότητα των μαθητών από την κυρίαρχη κουλτούρα και από την επιθυμητή πολιτισμική παιδεία, καθιστώντας την όχι πλέον κοινό τόπο σκέψης και ύπαρξης όλων, αλλά πολυτέλεια των λίγων.

Κλείνοντας, οφείλω να επισημάνω ότι η ανάδειξη των σημείων αυτών έχει ως στόχο της την αφύπνιση, την ενημέρωση, την ευαισθητοποίηση, την επαγρύπνηση. 
Η επιβολή των μέτρων ήταν αναγκαία. Η στροφή στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση το ίδιο. Επιδίωξη του άρθρου αυτού είναι η επισήμανση της υποχρέωσης, που έχουμε όλοι όσοι μετέχουμε σε ιδιάζουσες, διαφορετικές και πρωτόγνωρες εκπαιδευτικές συνθήκες, να αναζητούμε, να εντοπίζουμε και να αναδεικνύουμε τις ανισότητες, αλλά και να προσβλέπουμε στην αντιμετώπισή τους. 
Γιατί η ανισότητα σε συνθήκες κρίσης ανθίζει, μετασχηματίζεται, μεταμορφώνεται και κυριαρχεί…...και, κυρίως, προβληματίζει. 
Και μπροστά στον όλεθρο ή την καταστροφή οι πιο αδύναμοι είναι πάντα αυτοί που ξεχνιούνται πρώτοι, αυτοί που θυσιάζονται πρώτοι. Όμως, δεν μας περισσεύει κανένας.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ-ΑΛΜΠΑ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Επικ.Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Τρόποι εφαρμογής της Παιδαγωγικής Montessori στο σπίτι σας

Η παιδαγωγική Montessori, δεν χρειάζεται συστάσεις, είναι από τις πιο διάσημες εναλλακτικές παιδαγωγικές στον κόσμο.

Ιδρύθηκε το 1907 από την Μαρία Μοντεσόρι, Ιταλίδα γιατρό αφοσιωμένη στα παιδιά. Είναι μια μέθοδος εκπαίδευσης και βασίζεται στην ανακάλυψη, στην εκπαίδευση των αισθήσεων των παιδιών και στην ελευθερία τους, εντός ορίων.
Πολλοί γονείς, απογοητευμένοι από το δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο αναζητούν μια Σχολή Μοντεσόρι για τα παιδιά τους, ανά τον κόσμο. Ενώ αρχικά η μέθοδος Μοντεσόρι απευθυνόταν στα φτωχότερα παιδιά, τα πράγματα άλλαξαν με τα χρόνια.
Υπάρχουν, ωστόσο, κάποιες εκπαιδευτικές αρχές που μπορεί κάποιος να εφαρμόσει στο σπίτι του, με τα παιδιά του, από την στιγμή της γέννησής του, όπως εξηγεί η Marie Robert, διευθύντρια του διεθνούς σχολείου Μοντεσόρι στη Μασσαλία της Γαλλίας.

1. Σκεφτείτε την κρεβατοκάμαρα του παιδιού σας
Στην παιδαγωγική Μοντεσόρι υπάρχει αυτό που λέμε «προετοιμασμένο περιβάλλον». 

Πρέπει δηλαδή να προετοιμάσουμε το δωμάτιο του παιδιού, από την γέννησή του, έτσι ώστε να αναπτυχθεί σε ένα εποικοδομητικό περιβάλλον.
Πρακτικά: 
Για τα παιδιά από 0-3 ετών, αποφεύγουμε το κρεβάτι με κάγκελα και προτιμούμε το στρώμα στο πάτωμα, για τις περισσότερες ώρες τις ημέρας, ώστε να αποφύγουμε «την φυλάκιση»
Επίσης, τοποθετούμε εταζέρες στο ύψος του παιδιού ώστε να μπορέσει να αναζητήσει ένα αντικείμενο, μόλις μπορέσει. 
Μπορούμε επίσης να τοποθετήσουμε έναν καθρέφτη, πάντα στο ύψος του παιδιού, οπλισμένο με κάγκελα ή άλλα εμπόδια, ώστε να επιτρέψουμε στο παιδί να πιαστεί στα κάγκελα, να σηκωθεί και να δει τον εαυτό του.

2. Ενσωματώνουμε το παιδί στην πρακτική ζωή του σπιτιού
Δεν πρέπει να περιμένουμε από το παιδί να μεγαλώσει τόσο πολύ ώστε να μπορεί να σερβίρεται μόνο του ένα ποτήρι νερό πριν του επιτρέψουμε να συμμετέχει στη ζωή του σπιτιού. 

Η Μαρία Μοντεσόρι έλεγε ότι «η εξυπνάδα έρχεται από το χέρι». 
Πρέπει να αφήσουμε το παιδί να αυτονομηθεί, να το ωθήσουμε να κάνει πράγματα και να επιλέξουμε έπιπλα που του επιτρέπουν να δουλέψει την δική του κινητικότητα.

Πρακτικά: 

Όταν ένας γονιός προετοιμάζει ένα γεύμα, καλό είναι να βάζει και το παιδί στη διαδικασία. Ένας έξυπνος τρόπος εκμάθησης είναι «η άσκηση του αδειάσματος». Δύο μπολ, ένα άδειο και ένα γεμάτο με φακές π.χ. Βάζουμε το παιδί να το κάνει. Επίσης, στα μεγαλύτερα παιδιά (6 ετών) επιβάλλεται να τα βάζουμε να στύβουν πορτοκάλια, να καθαρίζουν πατάτες κλπ. Η πάνω σε ξύλινο πάγκο, τα βάζουμε να κόβουν τα πορτοκάλια πριν τα στύψουν.

Μια άλλη καλή άσκηση είναι «η άσκηση της επιλογής»: 

Ξεδιαλέγουν τα ρούχα ανάλογα με το χρώμα και τα διπλώνουν. Καθόμαστε δίπλα στο παιδί και του δείχνουμε δύο φορές την κίνηση, λέγοντας λίγες λέξεις για να μη χάσει την συγκέντρωσή του. 
Του μαθαίνουμε επίσης να γίνει αυτόνομο, βάζοντάς το να καθαρίζει το γραφείο του ή να καθαρίζει κάτι στο πάτωμα. 
Αν στο σπίτι υπάρχει κήπος, είναι καλό να του μάθουμε να αποκτήσει συνείδηση του εξωτερικού χώρου. Αγοράζουμε ένα μικρό ποτηστήρι ή του μαθαίνουμε να μαζεύει φύλλα με ένα μικρό εργαλείο.

3. Του μαθαίνουμε την ευχαρίστηση να περιποιείται τον εαυτό του
Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να κάνουμε διαπραγματεύσεις κάθε μέρα για να πλύνει τα δόντια του. Το βασικό είναι να του μάθουμε πόσο σημαντικό είναι η υγιεινή του σώματος και πόσο μας κάνει ευτυχισμένους.

Πρακτικά: 

Παίρνουμε τον χρόνο που χρειάζεται για να του μάθουμε να πλένει τα δόντια. Σε ένα κορίτσι μπορούμε να μάθουμε πόσο ωραίο είναι να χρησιμοποιεί μια κρέμα ενυδατική με άρωμα. 
Στο μπάνιο μπορούμε να του αγοράσουμε μια δική του σαπουνοθήκη και ένα σκαλοπάτι για να φτάνει στο νιπτήρα.

iefimerida

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Τα δικαιώματα του παιδιού στο παιχνίδι και την καλλιτεχνική και πολιτιστική εκπαίδευση

Στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ηνωμένα Έθνη 1948), στο άρθρο 27 (1), υπογραμμίζεται ότι «όλοι έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν ελεύθερα στην πολιτιστική ζωή της κοινότητας, να απολαμβάνουν τις τέχνες». Στην ίδια διακήρυξη, το προηγούμενο άρθρο 26 (παράγραφος 2) ορίζει ότι «η εκπαίδευση πρέπει να κατευθύνεται στην πλήρη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και στην ενίσχυση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών».

Αυτή η διακήρυξη έβαλε τις βάσεις για την αναγνώριση του δικαιώματος όλων των παιδιών να λαμβάνουν ουσιαστική και υψηλής ποιότητας καλλιτεχνική και πολιτιστική εκπαίδευση ως βασικό μέρος κάθε γενικού συστήματος εκπαίδευσης.

Το 1999, η UNESCO παρουσίασε τη Διεθνή Έκκληση για την προώθηση της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης και της δημιουργικότητας στα σχολεία, στο πλαίσιο της οικοδόμησης μιας κουλτούρας ειρήνης. Στην έκκληση, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι: «σήμερα είμαστε σαφώς και έντονα συνειδητοποιημένοι για τη σημαντική επιρροή του δημιουργικού πνεύματος στη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας, στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων των παιδιών και των εφήβων και στη διατήρηση της συναισθηματικής τους ισορροπίας».

Κοινή παραδοχή εκπαιδευτικών όλων των ειδικοτήτων και γονιών είναι ότι τα παιδιά γεννιούνται με φαντασία, φιλομάθεια, ευέλικτο μυαλό και έμφυτη δημιουργικότητα. Ένα μικρό παιδί, που ανακαλύπτει διαρκώς τον εαυτό του και τον κόσμο, είναι έτσι κι αλλιώς δημιουργικό. Τα παιδιά, λόγω του ότι έχουν έντονο αυθορμητισμό και πηγαία αθωότητα, λειτουργούν με έντονη αμεσότητα, χωρίς φόβους και προκαταλήψεις. Ανακαλύπτουν ιδέες και βρίσκουν άμεσα λύσεις χωρίς να απογοητεύονται από τα τυχόν λάθη τους. Μέσα από τον πειραματικό ψηλαφισμό, τη φαντασία και το παιχνίδι, αυτοσχεδιάζουν και συχνά δημιουργούν καινοτόμους ιδέες. Και ενώ όλα αυτά τα στοιχεία της προσωπικότητας και της δημιουργικότητας ένα παιδί τα φέρει με το ξεκίνημα του στο σχολείο, το εκπαιδευτικό σύστημα συχνά δεν καταφέρνει να εντοπίσει τη σημασία της σύνδεσης παιχνιδιού και δημιουργικότητας και να αφήσει χώρο να αναδυθεί η υποκειμενικότητα του παιδιού μέσω της τέχνης.

Το παιχνίδι, οι πολιτιστικές και οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες δεν είναι απλή αναψυχή. Το παιχνίδι είναι ένας τρόπος να μαθαίνει να αγαπά και να ανακαλύπτει τη ζωή και όχι απλά ένας τρόπος για να περνάει την ώρα του. Σε οποιαδήποτε ηλικία, το παιδί όταν παίζει αναπτύσσει ικανότητες, εξασκεί το σώμα και την φαντασία του και εμπλέκεται σε σημαντική κοινωνικοποίηση. Αυτές οι δραστηριότητες συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της αυτονομίας ενός παιδιού και προωθούν τις διαπροσωπικές και διαπολιτισμικές τους δεξιότητες. Μέσα από το παιχνίδι και την τέχνη, τα παιδιά μπορούν να βιώσουν τις κύριες αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως ο σεβασμός, η αξιοπρέπεια, η ισότητα, η ενσωμάτωση, η δικαιοσύνη και η συνεργασία.

Στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (που υιοθετήθηκε το 1989 στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και έγινε νόμος με αυξημένη ισχύ στην Ελλάδα το 1992, ν. 2101/92), το άρθρο 31 ορίζει το δικαίωμα των παιδιών στην ανάπαυση και στις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, στην ενασχόληση με ψυχαγωγικά παιχνίδια και δραστηριότητες που είναι κατάλληλες για την ηλικία του και στην ελεύθερη συμμετοχή στην πολιτιστική και καλλιτεχνική ζωή. Η παράγραφος 2 ορίζει ότι «τα συμβαλλόμενα κράτη σέβονται και προάγουν το δικαίωμα του παιδιού να συμμετέχει πλήρως στην πολιτιστική και καλλιτεχνική ζωή και ενθαρρύνουν την προσφορά κατάλληλων και ίσων ευκαιριών”.

Το άρθρο 31 θεωρείται εδώ και πολύ καιρό «το ξεχασμένο άρθρο» της Σύμβασης. Ωστόσο, το Γενικό Σχόλιο, ένα έγγραφο, ορόσημο που υιοθετήθηκε την 1η Φεβρουαρίου 2013, το ανασύρει από τη λήθη και το μεταφέρει στο φως, καθορίζοντας με σαφήνεια τις ευθύνες των κυβερνήσεων που είναι σιωπηρές. Οι δηλωμένοι στόχοι του Γενικού Σχόλιου είναι: α) Η βελτίωση της κατανόησης της σημασίας του άρθρου 31 για την ευημερία και την ανάπτυξη των παιδιών και την υλοποίηση άλλων δικαιωμάτων στη σύμβαση β) η παροχή διευκρινίσεων στα συμβαλλόμενα κράτη όσον αφορά τις διατάξεις και τις συνακόλουθες υποχρεώσεις που συνδέονται με το άρθρο 31 γ) η παροχή κατευθυντήριων γραμμών για τα νομοθετικά, τα διοικητικά, τα κοινωνικά και εκπαιδευτικά μέτρα που είναι απαραίτητα για την εξασφάλιση της εφαρμογής του για όλα τα παιδιά χωρίς διακρίσεις και με βάση την ισότητα των ευκαιριών.

Δημοσιεύοντας το Γενικό Σχόλιο, η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών απέστειλε ένα ισχυρό μήνυμα στις κυβερνήσεις του κόσμου ότι, στις πολιτικές και τα προγράμματά τους, δεν πρέπει να παραβλέπουν τη σημασία του παιχνιδιού και τη συμμετοχή του παιδιού στην πολιτιστική και καλλιτεχνική ζωή. Το Γ.Σ. αύξησε την κατανόησή μας για την αλληλοσυνδεόμενη φύση του παιχνιδιού, του πολιτισμού και της τέχνης - τη θεμελιώδη σημασία τους για τη σωματική, κοινωνική, πνευματική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Επίσης, κάλεσε τις κυβερνήσεις να επανεξετάσουν τους προϋπολογισμούς τους για να διασφαλίσουν ότι η κατανομή συνάδει με την εκπροσώπηση των παιδιών ως τμήματος του πληθυσμού και ζήτησε από τα σχολεία να εντάξουν το παιχνίδι και τις πολιτιστικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες στο περιβάλλον τους, τα χρονοδιαγράμματα, τα προγράμματα σπουδών και την παιδαγωγική.

Το άρθρο 31 πρέπει να γίνει κατανοητό ολιστικά, τόσο ως προς τα συστατικά του μέρη, καθώς και ως προς τη σχέση του με τη Σύμβαση στο σύνολό της. Η επίτευξη αυτής της ολιστικής προσέγγισης δημιουργεί ένα όραμα για το παιχνίδι, το γέλιο, την ανακάλυψη πολιτιστικών περιβαλλόντων, την ανταλλαγή ιδεών και την ενασχόληση με τις τέχνες για τα παιδιά και τους νέους. Προτείνει όλα τα παιδιά να βιώνουν αυτές τις ελεύθερα και αυθόρμητα επιλεγμένες, χωρίς την καθοδήγηση των ενήλικων, δραστηριότητες από τα πρώτα χρόνια μέχρι την ενηλικίωση, στα σπίτια και το οικογενειακό τους περιβάλλον, στις κοινότητές τους, στα σχολεία, στους βρεφονηπιακούς σταθμούς.

Οι ενέργειες του δασκάλου είναι αυτό που είναι κρίσιμο για τις πιθανότητες ενός παιδιού να δεχθεί την πολιτιστική και καλλιτεχνική εκπαίδευση ως ένα λογικό -ή ειλικρινά ακόμη και επαρκές- πρότυπο. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις παρατηρείται ότι η καλλιτεχνική εκπαίδευση είναι ευθύνη του δασκάλου, ωστόσο ο δάσκαλος σε μεγάλο βαθμό δεν υποστηρίζεται. Υπάρχει η αντίληψη ότι οι τέχνες στερούνται κύρους στα περισσότερα εκπαιδευτικά προγράμματα και οι δάσκαλοι των τεχνών δεν επιμορφώνονται συστηματικά. Σε χώρες που έχουν αναλάβει σοβαρά την ευθύνη για την παροχή επαρκούς καλλιτεχνικής και πολιτιστικής εκπαίδευσης, η εφαρμογή της πολιτικής υποστηρίζεται από διαρκή και εκτεταμένη επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών.

Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα σε αυτό που μπορεί να ονομαστεί εκπαίδευση των τεχνών (π.χ. διδασκαλία των εικαστικών, της μουσικής, του θεάτρου κ.τ.λ.) και την εκπαίδευση μέσω των τεχνών (π.χ. η χρήση της τέχνης ως παιδαγωγικού εργαλείου σε άλλα μαθήματα, όπως η αριθμητική, ο εγγραμματισμός και η τεχνολογία). Όπου η εκπαίδευση στην τέχνη και η εκπαίδευση μέσω των τεχνών αποτελούν μέρος του πυρήνα του πρόγραμματος σπουδών με συστηματικό, υψηλής ποιότητας και στοχαστικό τρόπο, η καλλιτεχνική εκπαίδευση έχει τεκμηριωμένες επιπτώσεις στο παιδί, το περιβάλλον διδασκαλίας και μάθησης και την κοινότητα.

Σε μια Ελλάδα που κλονίζεται ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα και η τήρηση και προαγωγή τους στο εκπαιδευτικό σύστημα, μετά το ξέσπασμα της κρίσης και με κορύφωμα την επίθεση του νεοφιλελευθερισμού στις αρχές της δεκαετίας, με πρώτα θύματα τα παιδιά και τους νέους, υπάρχει μια ζωντανή κοινότητα ταλαντούχων και αφοσιωμένων εκπαιδευτικών, καλλιτεχνών και οργανώσεων που εργάζονται για και με παιδιά, όπως το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού, ο Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού Γιώργος Μόσχος, το Κέντρο Παιδαγωγικής και Καλλιτεχνικής Επιμόρφωσης «Σχεδία», οι δράσεις και τα φεστιβάλ του «Δικτύου τέχνης και δράσης - οι άνθρωποι με τα μπαλόνια» και της εικαστικού και συντονίστριας εκπαίδευσης προσφύγων Σχιστού Ελένης Καραγιάννη και το έργο στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση της παιδαγωγικής ομάδας «Το Σκασιαρχείο. Πειραματικοί ψηλαφισμοί για ένα σχολείο της κοινότητας».
Θα πρέπει να βρεθούν καινοτόμοι τρόποι εκπαίδευσης, όπως, εκπαιδευτικά εργαστήρια και εκστρατείες ευαισθητοποίησης μέσω της τέχνης. Στόχος τους θα μπορούσε να είναι η ευαισθητοποίηση των παιδιών και των νέων σχετικά με τα δικαιώματά τους καθώς και η ευαισθητοποίησή τους σχετικά με τους κινδύνους εγκατάλειψης του σχολείου, τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων των παιδιών, τη μετανάστευση ανηλίκων και την εγκληματικότητα των νέων.

Δραστηριότητες που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη συμμετοχή των παιδιών και των εφήβων στην υποστήριξη των δικαιωμάτων τους, μέσω της ανάπτυξης των δημιουργικών και διαλεκτικών τους δεξιοτήτων, θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα παρακάτω:

  • Εκπαιδευτικά σεμινάρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα για παιδιά και εφήβους
  • Εκπαιδευτικά σεμινάρια σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα για τα ενδιαφερόμενα μέρη (πολιτεία, κοινωνία)
  • Πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ των ενδιαφερομένων και των νέων (παιδιά και έφηβοι που παρακολουθούν εργαστήρια κατάρτισης)
  • Δημιουργικά εργαστήρια χορού, θεάτρου, ζωγραφικής για παιδιά και εφήβους
  • Δημόσιες εκδηλώσεις (εκθέσεις, φεστιβάλ, φόρουμ)
  • Πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ παιδιών και εφήβων από άλλα προγράμματα διαφορετικών χωρών
  • Συνέδρια τα οποία θα προσφέρουν ευκαιρίες σε άτομα και οργανισμούς από τους τομείς του πολιτισμού, της τέχνης, του ελεύθερου χρόνου, του παιχνιδιού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να συναντηθούν και να διερευνήσουν τον καλύτερο τρόπο συνεργασίας για να διασφαλίσουν ότι όλα τα παιδιά έχουν τις καλύτερες ευκαιρίες πρόσβασης στον πολιτισμό και το παιχνίδι.
Το παιχνίδι είναι θεμελιώδες δικαίωμα για την ανάπτυξη των παιδιών. Τα παιδιά ζητούν ευκαιρίες να παίξουν και όταν το κάνουν, είναι σημαντικό για τους ενήλικες να παρατηρήσουν τη συγκέντρωση, την εφευρετικότητα και τη χαρά που βιώνουν στον παιχνιδιάρικο κόσμο τους. Παράλληλα με τη θεμελιώδη αξία του παιχνιδιού, χιλιάδες παιδιά αναφέρουν ότι η πρόσβαση στην καλλιτεχνική και πολιτιστική τους κληρονομιά είναι ζωτικής σημασίας γι’ αυτά. Η καλλιτεχνική εκπαίδευση ενισχύει την αυτοεκτίμηση, δημιουργεί μια αίσθηση ταυτότητας και ενθαρρύνει την ενότητα και τη διαφορετικότητα. Βελτιώνει την ικανότητα του ατόμου να χειρίζεται την αλλαγή σε μια δυναμική κοινωνία και ενθαρρύνει την εκτίμηση και την κατανόηση της κληρονομιάς. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι καλλιτεχνική και πολιτιστική εκπαίδευση δεν πρέπει να θεωρούνται απλώς ως ένας τρόπος για τη μετάδοση υπάρχουσας ή προηγούμενης κληρονομιάς, αλλά το σημαντικότερο είναι να επιτρέπει στα παιδιά να δραστηριοποιούνται στη δημιουργία της μελλοντικής κληρονομιάς, του σχεδιασμού και της παραγωγής. Με αυτόν τον τρόπο, οι τέχνες αυξάνουν τη δυνατότητά τους να συνεισφέρουν στην κοινωνία αναπτύσσοντας τις επικοινωνιακές δεξιότητες και την κριτική διάθεση που τονώνει την κοινωνική ευθύνη και την πνευματική ανάπτυξη. Με τον τρόπο αυτό, οι τέχνες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μία από τις πιο πολύτιμες επενδύσεις για το μέλλον.

Η Ειρήνη Γιαννημάρα διδάσκει στην Καλών Τεχνών Αθήνας και είναι μέλος της παιδαγωγικής ομάδας «Το Σκασιαρχείο»
avgi.gr