Το ζήτημα της εκπαίδευσης εξετάζεται από τον Πλάτωνα εκτενώς στα δύο τελευταία έργα του, την Πολιτεία και τους Νόμους. Σκοπός του είναι να επιλέξει τόσο τα κατάλληλα μαθήματα όσο και την αρμόζουσα μέθοδο διδασκαλίας τους προκειμένου να αποδώσει η Παιδεία τον επιθυμητό καρπό της που, στην περίπτωσή του, δεν είναι η εκμάθηση τεχνών και η απόκτηση δεξιοτήτων αλλά η αρμονική ανάπτυξη της ψυχής των πολιτών.
Πολίτες, για τον Πλάτωνα, είναι οι ελεύθεροι άντρες και οι ελεύθερες γυναίκες, με ελάχιστες διαφορές στην εκπαίδευσή
τους, όσες ακριβώς απαιτεί η ιδιαιτερότητα της φύσης τους.
Σε αυτά τα δύο φιλοσοφικά έργα, το πολίτευμα και οι αξίες μιας κοινωνίας συνυφαίνονται τόσο στενά με την πνευματική υπόσταση των μελών της όσο σε κανένα άλλο. Γι αυτόν, άλλωστε, το λόγο, ο δημιουργός τους αναδεικνύει την Παιδεία στο "μεγαλειώδες και μεγάλο ένα" που πρέπει να διαφυλαχθεί στην Πολιτεία ώστε να αποτελέσει την εγγύηση για την ενότητα και την πρόοδό της.
Ο Πλάτωνας ορίζει την Παιδεία ως την τέχνη εκείνη που μεταστρέφει την ψυχή από την περιοχή του γίγνεσθαι στην περιοχή του Όντος. Γίγνεσθαι είναι η δημιουργία ολόκληρη, που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και δράση, ενώ Ον είναι ο ίδιος ο Δημιουργός, που απλώς θεάται, παρατηρεί τις διεργασίες της και τις στηρίζει με την ακινησία του. Όταν κανείς καταπιάνεται με τη δράση, με την εκμάθηση τεχνών και την απόκτηση σωματικών αρετών (δεξιοτεχνία, οξυδέρκεια), η προσοχή του είναι στραμμένη προς τη δημιουργία- αντίθετα, όταν ενδιαφέρεται και εξασκείται στην απόκτηση ψυχικών αρετών (πχ φρόνηση), τότε επιχειρεί να προσεγγίσει τον ίδιο το Δημιουργό, το Ον (Νόμοι, 643c). Με την προτίμηση που δείχνει στις πνευματικές αρετές, ο Πλάτωνας δεν αποκλείει καθόλου την εξάσκηση στις πρώτες, τις σωματικές.
Απεναντίας, τονίζει ότι μπορεί κανείς να αποκτήσει τις πνευματικές αρετές ενόσω εξασκείται σωστά στις σωματικές, αν στην παιδεία του τοποθετείται το κέντρο βάρους όχι στις διάφορες απολαβές (φήμη, πλούτο, ευχαρίστηση) αλλά στην ανακάλυψη της ίδιας της φύσης του Όντος, όπως αυτή φανερώνεται στους κανόνες της συγκεκριμένης τέχνης. Ένα μέρος της ζωής τους οι άνθρωποι πρέπει να μαθαίνουν κι ύστερα να εργάζονται, προσφέροντας στην πολιτεία τους καρπούς της μελέτης τους.
Όλοι οι άνθρωποι, από τη γέννησή τους, ανήκουν φυσικά σε ένα από τα τέσσερα γένη- χρυσό, ασημένιο, χάλκινο, σιδερένιο- από τα οποία διαμορφώνονται οι τέσσερις κοινωνικές τάξεις ή
κάστες (Πολιτεία, 415c). Χρυσό είναι το γένος των αρχόντων και ασημένιο των φυλάκων ή πολεμιστών. Τα άλλα δύο γένη, χάλκινο και σιδερένιο, περιλαμβάνουν τους τεχνίτες και τους γεωργούς αντίστοιχα.
Αυτός ο χωρισμός σε γένη- τάξεις συμφωνεί με τη διάκριση της ψυχής σε τρία μέρη, κατά τον Πλάτωνα: το λογιστικό, που διακρίνει το ορθό από το λάθος και κατευθύνει
την ανθρώπινη δράση, το θυμοειδές, που αντιστοιχεί στο αίσθημα που ανθρώπου, εκείνο που τον καθιστά ψυχωμένο, δηλαδή γενναίο και πρόθυμο να υπερασπιστεί τις αρχές του και το
επιθυμητικό, που ορέγεται αντικείμενα του υλικού κόσμου και κατευθύνεται από επιθυμίες. Οι άρχοντες αντιστοιχούν στο λογιστικό μέρος της ψυχής, που από τη φύση τους διαθέτουν πιο
ανεπτυγμένο και οφείλουν να κυβερνούν την πόλη με τέτοιο τρόπο που να χαρακτηρίζεται σοφή. Οι φύλακες, που έχουν τονισμένο το θυμοειδές στοιχείο, στηρίζουν το έργο των
αρχόντων, ακριβώς όπως κι εκείνο υποστηρίζει τις αποφάσεις του λογιστικού και οι τεχνίτες- αγρότες ικανοποιούν επιθυμίες και βασικές ανάγκες όλων των τάξεων με την παραγωγική τους
εργασία, μια και σε κείνους το επιθυμητικό μέρος της ψυχής υπερισχύει.
Ο διαχωρισμός των παιδιών σε φύλακες, τεχνίτες και γεωργούς γίνεται από τους άρχοντες πολύ νωρίς, ώστε να
διδαχθούν το επάγγελμά τους από νεαρή ηλικία για να το εκτελούν με επιτυχία ως ενήλικες (Πολιτεία, 467-8).
Όσον αφορά τους άρχοντες, η επιλογή τους γίνεται από την τάξη των φυλάκων, μέσα από μια σειρά δοκιμασιών που λαμβάνουν χώρα καθόλη τη διάρκεια της εκπαίδευσή τους ως παιδιά,
νέοι και άνδρες. Σε αυτές περιλαμβάνονται ασκήσεις που ξεχωρίζουν όσους δεν ξεχνούν την ορθή γνώμη (καλή μνήμη), όσους δεν αλλάζουν γνώμη λόγω άσκησης βίας (γενναιότητα),
όσους δεν εξαπατώνται από τεχνάσματα (ευστροφία), από δέλεαρ ηδονών (αυτοσυγκράτηση) ή από απειλές (αφοβία) κι όσους δεν καταπονούνται εύκολα με συνεχή δοκιμασία σε αγώνες κι
άλλες κοπιαστικές εργασίες (σωματικό και ψυχικό σθένος) (Πολιτεία, 412e- 415, 535-536). Ως εκ τούτου, η τάξη των αρχόντων απαρτίζεται από άντρες και γυναίκες άνω των πενήντα ετών που διοικούν την πολιτεία σε ποικίλους τομείς, προσφέροντας αυτή την υπηρεσία αφιλοκερδώς από
το περίσσευμα της αρετής που εκ φύσεως διαθέτουν.
Εξαιτίας της ποικιλίας πολιτών, οι νόμοι και η εκπαίδευση χρειάζονται όλα τα στοιχεία εκείνα που θα πείσουν και τους τρεις τύπους ανθρώπων να παίζουν το ρόλο τους σωστά ως άρχοντες,
φύλακες κι έμποροι/τεχνίτες/αγρότες. Οι άρχοντες, στους οποίους υπερισχύει το λογιστικό μέρος, είναι φιλόσοφοι και υπακούουν στο νόμο μέσω της λογικής, οι φύλακες, στους οποίους
υπερισχύει το θυμοειδές μέρος, είναι φιλόδοξοι και υπακούουν μέσω του αισθήματος της ντροπής και οι αγρότες ή τεχνίτες, στους οποίους υπερισχύει το επιθυμητικό μέρος είναι
φιλοχρήματοι και υπακούουν μέσω του φόβου της τιμωρίας. Ο νόμος, λοιπόν, και η παιδεία πρέπει να διαθέτουν αφενός τις χρυσές ποιότητες του λογισμού- λογική, τεκμηριωμένη
διατύπωση-, αφετέρου τις ασημένιες του αισθήματος- μυθική, καλλιτεχνική ομορφιά που εμπνέει- αλλά και τη σιδερένια πυγμή της τιμωρίας, που θα αποτρέπει την απληστία του
επιθυμητικού μέρους της ψυχής. Μάλιστα, αυτή κυρίως η άποψη θα φανεί χρήσιμη, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι συμμορφώνονται μόνο χάρη στο φόβο, καθώς είναι αδύναμοι κι
επιρρεπείς στην απόλαυση και τη θλίψη (Νόμοι, 644-645).
Αυτός ο χωρισμός σε τάξεις και η κατανομή ρόλων στην Πολιτεία δεν έχει κανένα ρατσιστικό χαρακτήρα- είναι καθαρά λειτουργικής φύσης και βασίζεται στην ατομική κλίση του καθενός.
Επιτρέπει στον κάθε πολίτη να παίξει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον ένα και μοναδικό ρόλο που του αναλογεί στην ορισμένη πολιτεία. Για τον Πλάτωνα, η αδικία πηγάζει από το γεγονός ότι κάποιος προσπαθεί να αρπάξει ένα αγαθό που δεν του ανήκει, έστω κι αν τούτο είναι άϋλο, όπως ένα αξίωμα ή επάγγελμα (Πολιτεία, 433-5b). Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που το ρόλο του λογιστικού στον άνθρωπο ασκεί το θυμοειδές ή το επιθυμητικό μέρος, ανατρέποντας με αυτόν τον τρόπο την ψυχική δικαιοσύνη του πλάσματος.
Καθώς, όμως, ο πολίτης βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με την Πολιτεία του, η ατομική του δικαιοσύνη στηρίζει την κοινωνική και στηρίζεται σε αυτήν. Σε μια δίκαιη πολιτεία, οι ψυχές των πολιτών ρέπουν προς τη δικαιοσύνη, που ενδυναμώνει το κάθε μέρος τους, καθώς...
Από τα εφτά τους χρόνια, τα
παιδιά δέχονται ειδική εκπαίδευση, ξεκινώντας από την ποίηση και τη μουσική, που διδάσκονται πριν από το χορό και τη γυμναστική, μια και η ψυχή είναι ανώτερη του σώματος. |
τους, όσες ακριβώς απαιτεί η ιδιαιτερότητα της φύσης τους.
Σε αυτά τα δύο φιλοσοφικά έργα, το πολίτευμα και οι αξίες μιας κοινωνίας συνυφαίνονται τόσο στενά με την πνευματική υπόσταση των μελών της όσο σε κανένα άλλο. Γι αυτόν, άλλωστε, το λόγο, ο δημιουργός τους αναδεικνύει την Παιδεία στο "μεγαλειώδες και μεγάλο ένα" που πρέπει να διαφυλαχθεί στην Πολιτεία ώστε να αποτελέσει την εγγύηση για την ενότητα και την πρόοδό της.
Ο Πλάτωνας ορίζει την Παιδεία ως την τέχνη εκείνη που μεταστρέφει την ψυχή από την περιοχή του γίγνεσθαι στην περιοχή του Όντος. Γίγνεσθαι είναι η δημιουργία ολόκληρη, που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και δράση, ενώ Ον είναι ο ίδιος ο Δημιουργός, που απλώς θεάται, παρατηρεί τις διεργασίες της και τις στηρίζει με την ακινησία του. Όταν κανείς καταπιάνεται με τη δράση, με την εκμάθηση τεχνών και την απόκτηση σωματικών αρετών (δεξιοτεχνία, οξυδέρκεια), η προσοχή του είναι στραμμένη προς τη δημιουργία- αντίθετα, όταν ενδιαφέρεται και εξασκείται στην απόκτηση ψυχικών αρετών (πχ φρόνηση), τότε επιχειρεί να προσεγγίσει τον ίδιο το Δημιουργό, το Ον (Νόμοι, 643c). Με την προτίμηση που δείχνει στις πνευματικές αρετές, ο Πλάτωνας δεν αποκλείει καθόλου την εξάσκηση στις πρώτες, τις σωματικές.
Απεναντίας, τονίζει ότι μπορεί κανείς να αποκτήσει τις πνευματικές αρετές ενόσω εξασκείται σωστά στις σωματικές, αν στην παιδεία του τοποθετείται το κέντρο βάρους όχι στις διάφορες απολαβές (φήμη, πλούτο, ευχαρίστηση) αλλά στην ανακάλυψη της ίδιας της φύσης του Όντος, όπως αυτή φανερώνεται στους κανόνες της συγκεκριμένης τέχνης. Ένα μέρος της ζωής τους οι άνθρωποι πρέπει να μαθαίνουν κι ύστερα να εργάζονται, προσφέροντας στην πολιτεία τους καρπούς της μελέτης τους.
Όλοι οι άνθρωποι, από τη γέννησή τους, ανήκουν φυσικά σε ένα από τα τέσσερα γένη- χρυσό, ασημένιο, χάλκινο, σιδερένιο- από τα οποία διαμορφώνονται οι τέσσερις κοινωνικές τάξεις ή
κάστες (Πολιτεία, 415c). Χρυσό είναι το γένος των αρχόντων και ασημένιο των φυλάκων ή πολεμιστών. Τα άλλα δύο γένη, χάλκινο και σιδερένιο, περιλαμβάνουν τους τεχνίτες και τους γεωργούς αντίστοιχα.
Αυτός ο χωρισμός σε γένη- τάξεις συμφωνεί με τη διάκριση της ψυχής σε τρία μέρη, κατά τον Πλάτωνα: το λογιστικό, που διακρίνει το ορθό από το λάθος και κατευθύνει
την ανθρώπινη δράση, το θυμοειδές, που αντιστοιχεί στο αίσθημα που ανθρώπου, εκείνο που τον καθιστά ψυχωμένο, δηλαδή γενναίο και πρόθυμο να υπερασπιστεί τις αρχές του και το
επιθυμητικό, που ορέγεται αντικείμενα του υλικού κόσμου και κατευθύνεται από επιθυμίες. Οι άρχοντες αντιστοιχούν στο λογιστικό μέρος της ψυχής, που από τη φύση τους διαθέτουν πιο
ανεπτυγμένο και οφείλουν να κυβερνούν την πόλη με τέτοιο τρόπο που να χαρακτηρίζεται σοφή. Οι φύλακες, που έχουν τονισμένο το θυμοειδές στοιχείο, στηρίζουν το έργο των
αρχόντων, ακριβώς όπως κι εκείνο υποστηρίζει τις αποφάσεις του λογιστικού και οι τεχνίτες- αγρότες ικανοποιούν επιθυμίες και βασικές ανάγκες όλων των τάξεων με την παραγωγική τους
εργασία, μια και σε κείνους το επιθυμητικό μέρος της ψυχής υπερισχύει.
Ο διαχωρισμός των παιδιών σε φύλακες, τεχνίτες και γεωργούς γίνεται από τους άρχοντες πολύ νωρίς, ώστε να
διδαχθούν το επάγγελμά τους από νεαρή ηλικία για να το εκτελούν με επιτυχία ως ενήλικες (Πολιτεία, 467-8).
Όσον αφορά τους άρχοντες, η επιλογή τους γίνεται από την τάξη των φυλάκων, μέσα από μια σειρά δοκιμασιών που λαμβάνουν χώρα καθόλη τη διάρκεια της εκπαίδευσή τους ως παιδιά,
νέοι και άνδρες. Σε αυτές περιλαμβάνονται ασκήσεις που ξεχωρίζουν όσους δεν ξεχνούν την ορθή γνώμη (καλή μνήμη), όσους δεν αλλάζουν γνώμη λόγω άσκησης βίας (γενναιότητα),
όσους δεν εξαπατώνται από τεχνάσματα (ευστροφία), από δέλεαρ ηδονών (αυτοσυγκράτηση) ή από απειλές (αφοβία) κι όσους δεν καταπονούνται εύκολα με συνεχή δοκιμασία σε αγώνες κι
άλλες κοπιαστικές εργασίες (σωματικό και ψυχικό σθένος) (Πολιτεία, 412e- 415, 535-536). Ως εκ τούτου, η τάξη των αρχόντων απαρτίζεται από άντρες και γυναίκες άνω των πενήντα ετών που διοικούν την πολιτεία σε ποικίλους τομείς, προσφέροντας αυτή την υπηρεσία αφιλοκερδώς από
το περίσσευμα της αρετής που εκ φύσεως διαθέτουν.
Εξαιτίας της ποικιλίας πολιτών, οι νόμοι και η εκπαίδευση χρειάζονται όλα τα στοιχεία εκείνα που θα πείσουν και τους τρεις τύπους ανθρώπων να παίζουν το ρόλο τους σωστά ως άρχοντες,
φύλακες κι έμποροι/τεχνίτες/αγρότες. Οι άρχοντες, στους οποίους υπερισχύει το λογιστικό μέρος, είναι φιλόσοφοι και υπακούουν στο νόμο μέσω της λογικής, οι φύλακες, στους οποίους
υπερισχύει το θυμοειδές μέρος, είναι φιλόδοξοι και υπακούουν μέσω του αισθήματος της ντροπής και οι αγρότες ή τεχνίτες, στους οποίους υπερισχύει το επιθυμητικό μέρος είναι
φιλοχρήματοι και υπακούουν μέσω του φόβου της τιμωρίας. Ο νόμος, λοιπόν, και η παιδεία πρέπει να διαθέτουν αφενός τις χρυσές ποιότητες του λογισμού- λογική, τεκμηριωμένη
διατύπωση-, αφετέρου τις ασημένιες του αισθήματος- μυθική, καλλιτεχνική ομορφιά που εμπνέει- αλλά και τη σιδερένια πυγμή της τιμωρίας, που θα αποτρέπει την απληστία του
επιθυμητικού μέρους της ψυχής. Μάλιστα, αυτή κυρίως η άποψη θα φανεί χρήσιμη, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι συμμορφώνονται μόνο χάρη στο φόβο, καθώς είναι αδύναμοι κι
επιρρεπείς στην απόλαυση και τη θλίψη (Νόμοι, 644-645).
Αυτός ο χωρισμός σε τάξεις και η κατανομή ρόλων στην Πολιτεία δεν έχει κανένα ρατσιστικό χαρακτήρα- είναι καθαρά λειτουργικής φύσης και βασίζεται στην ατομική κλίση του καθενός.
Επιτρέπει στον κάθε πολίτη να παίξει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον ένα και μοναδικό ρόλο που του αναλογεί στην ορισμένη πολιτεία. Για τον Πλάτωνα, η αδικία πηγάζει από το γεγονός ότι κάποιος προσπαθεί να αρπάξει ένα αγαθό που δεν του ανήκει, έστω κι αν τούτο είναι άϋλο, όπως ένα αξίωμα ή επάγγελμα (Πολιτεία, 433-5b). Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που το ρόλο του λογιστικού στον άνθρωπο ασκεί το θυμοειδές ή το επιθυμητικό μέρος, ανατρέποντας με αυτόν τον τρόπο την ψυχική δικαιοσύνη του πλάσματος.
Καθώς, όμως, ο πολίτης βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με την Πολιτεία του, η ατομική του δικαιοσύνη στηρίζει την κοινωνική και στηρίζεται σε αυτήν. Σε μια δίκαιη πολιτεία, οι ψυχές των πολιτών ρέπουν προς τη δικαιοσύνη, που ενδυναμώνει το κάθε μέρος τους, καθώς...