Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο δεν ήταν υποχρεωτική. Σχολεία, δάσκαλοι και βιβλία ήταν συγκεντρωμένα στις πόλεις, όπου και εκεί απευθύνονταν σε μία μικρή μερίδα των ανθρώπων. Τα σχολεία ήταν ιδιωτικά ή εκκλησιαστικά, τα παιδιά πήγαιναν σ' αυτά σε ηλικία 6 έως οκτώ ετών και οι γονείς τους πλήρωναν τα δίδακτρα σε είδος ή χρήματα. Μάλιστα τα υψηλά δίδακτρα της ιδιωτικής διδασκαλίας την έκαναν απρόσιτη για τις περισσότερες οικογένειες των Βυζαντινών.
Δύο ήταν οι βαθμίδες εκπαίδευσης του Βυζαντίου:  
Η προπαιδεία, που αντιστοιχεί στο σημερινό δημοτικό, διαρκούσε 3 ως 4 χρόνια και η εγκύκλιος παιδεία, που αντιστοιχεί στο γυμνάσιο και το λύκειο, διαρκούσε 4 χρόνια και φοιτούσαν μαθητές από τα 12 ή 14 χρόνια τους.
Το βασικό (προπαιδεία) είχε 4 τάξεις: Στις δυο πρώτες οι μαθητές μάθαιναν να διαβάζουν, να γράφουν και να λογαριάζουν ενώ στις μεγαλύτερες μάθαιναν ορθογραφία, γραμματική, αριθμητική και ιστορίες από την Αγία Γραφή, τον Όμηρο και τους μύθους του Αισώπου. Στα εκκλησιαστικά σχολεία φοιτούσαν και ορφανά ή μαθητές από άλλες περιοχές δωρεάν.
Τα κορίτσια (από τον 11ο αιώνα και έπειτα άρχισαν το σχολείο) και αρκετά αγόρια δεν πήγαιναν σχολεία. Έμεναν στο σπίτι, βοηθούσαν στις δουλειές και τα διαπαιδαγωγούσαν οι γονείς και οι παππούδες τους. Όσα αγόρια δεν πήγαιναν σχολείο μάθαιναν τέχνες σε ειδικούς τεχνίτες.




Τα σχολεία στο Βυζάντιο δεν στεγάζονταν όπως σήμερα σε μεγάλα κτίρια με αυλές και πολλά παράθυρα. Ως αίθουσες διδασκαλίας χρησίμευαν δωμάτια στον περίβολο των εκκλησιών, σε νάρθηκες, όπως επίσης και σε οικήματα κοντά σε μοναστήρια.
Στις αίθουσες δεν υπήρχαν θρανία. Υπήρχαν μόνο λίγες ξύλινες ψηλές καρέκλες, τις αναβάθρες, δηλαδή σκαμνάκια. 





Μερικές φορές τα σχολεία στεγάζονταν μέσα σε εκκλησίες ή μοναστήρια.
Οι μαθητές έγραφαν με στυλόν ή γραφείον, που είχε μυτερή ακίδα στο ένα άκρο ώστε τα γράμματα να χαράζονται εύκολα, και πεπλατυσμένη στο άλλο για να σβήνουν. Επίσης με κοντύλι κι έσβηναν με σφουγγάρι. Έγραφαν πάνω σε ξύλινες πινακίδες, τα σχεδάρια, σε παπύρους και περγαμηνές που τις κουβαλούσαν στον μάρσιπο, δηλαδή στην τσάντα τους. 

Πάνω στον πάπυρο και στην περγαμηνή έγραφαν με ένα ειδικά ξυσμένο καλάμι, το κάλαμον, που το βουτούσαν σε μελάνι μαύρο συνήθως. Μαζί τους είχαν ένα μαχαιράκι για να ξύνουν τη μύτη του καλάμου που ήταν χαραγμένη κατά μήκος ώστε να συγκρατεί το μελάνι. Το χαρτί, αν και ήταν από παλιά γνωστό, άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα στο Βυζάντιο μόλις τον 11ο αιώνα και γρήγορα αντικατέστησε την περγαμηνή. Τα παιδιά πήγαιναν στα σχολείο με τα καθημερινά τους ρούχα και έτρωγαν το μεσημέρι εκεί. Μερικοί μαθητές ζούσαν στο σχολείο και άλλοι επέστρεφαν στα σπίτια τους. Ορισμένες φορές οι κακές καιρικές συνθήκες εμπόδιζαν τα παιδιά να πάνε σχολείο.
Πολύ συχνές ήταν και οι τιμωρίες, μάλιστα τις περισσότερες φορές έβρισκαν σύμφωνους και τους γονείς που πίστευαν ότι οι σωματικές τιμωρίες ήταν ωφέλιμες για τα παιδιά τους.
"Ο μη δαρείς ου παιδεύεται" έλεγαν τότε δηλαδή "Όποιος δε δαρθεί δε μαθαίνει γράμματα"

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ - ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ
Οι δάσκαλοι δεν είχαν πολλά βιβλία στην κατοχή τους. 
Παρά το καθημερινό ενδιαφέρον και την προσωπική ενασχόληση που είχαν μερικοί από αυτούς αντιγράφοντας οι ίδιοι με κόπο κάποια έργα, σπάνια οι μικρές τους βιβλιοθήκες ξεπερνούσαν σε περιεχόμενο τους είκοσι τόμους. Οι λιγοστοί τυχεροί που κατόρθωναν να συγκροτήσουν μεγάλες βιβλιοθήκες ήταν συνήθως μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας και της αριστοκρατίας ή ακόμα ανώτεροι κληρικοί.
Ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους κατέλαβε ο Φώτιος, φιλόλογος με βαθύτατη μόρφωση που έζησε κι έδρασε τον 9ο αιώνα φτάνοντας μέχρι το ανώτατο αξίωμα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Η βιβλιοθήκη του θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες και περιφημότερες της εποχής του. Συντάκτης πολλών αξιόλογων κειμένων, επιστολών και ενός Λεξικού, ο Φώτιος υπήρξε κατά πολλούς ένας από τους πιο διακεκριμένους καθηγητές της πρωτεύουσας. Πάνω απ’ όλα του οφείλουμε τη διάσωση ενός μεγάλου αριθμού αρχαίων ελληνικών συγγραμμάτων. Παρακινούμενος από την έντονη κλίση του προς αυτά τα θέματα, ο Φώτιος αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον των συγχρόνων του για την αρχαιότητα.
Ενας από τους πιο μεγάλους δάσκαλους και ο γνωστότερος, ίσως, μαθηματικός και φιλόσοφος του Βυζαντίου ήταν ο Λέων ο Μαθηματικός. Οι επιδόσεις του στην ΄Αλγεβρα θεωρούνται ακόμα και σήμερα πρωτοπόρες. Ο Λέοντας δίδαξε σε σχολείο της Κωνσταντινούπολης και είχε αξιόλογη προσωπική βιβλιοθήκη. Στον Λέοντα οφείλεται, ανάμεσα σε άλλα, μία από τις σημαντικότερες επινοήσεις της βυζαντινής εποχής, ο οπτικός τηλέγραφος. Ο Λέων κατασκεύασε δύο τέλεια συγχρονισμένα ρολόγια. Τοποθέτησε το ένα στο φρούριο του Λουλού, κοντά στην Ταρσό και το άλλο στο ηλιακόν του Φάρου, στην Κωνσταντινούπολη.

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Παιδεία και Αγωγή στο Βυζάντιο. Από τη Ρώμη στο Βυζάντιο και από την ειδωλολατρία στο Χριστιανισμό - Πλούταρχος και Μέγας Βασίλειος

Εισαγωγή

Η παιδεία και η αγωγή, ο τρόπος δηλαδή διαπαιδαγώγησης των νέων, σχηματοποιούνται πάντα στο πλαίσιο της εκάστοτε πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας αποτελώντας την αντανάκλαση των ιδανικών και των προβληματισμών της.

Κἀκεῖνό φημι, δεῖν τοὺς παῖδας
ἐπὶ τὰ καλὰ τῶν ἐπιτηδευμάτων ἄγειν
παραινέσεσι καὶ λόγοις, μὴ μὰ Δία
πληγαῖς μηδ’ αἰκισμοῖς.

 Ζώντας κάτω από τους κραδασμούς της μετάβασης από τη Ρώμη στο Βυζάντιο και από την ειδωλολατρία στο Χριστιανισμό, ο μεν Πλούταρχος (50-120 μ.Χ.) είναι από τους τελευταίους εκφραστές της ψυχορραγούσας θύραθεν παιδείας ενώ ο Μέγας Βασίλειος (330-379) ανοίγει την αυλαία της διάδοχης «ένδοθεν» παιδείας. Έτσι, η σύγκριση του παιδαγωγικού έργου των δύο ανδρών, οι οποίοι ωστόσο δεν απέχουν χρονικά, καταλήγει να είναι η σύγκριση της δυναμικής των διαφορετικών κόσμων που αντιπροσωπεύει ο καθένας τους.
Και αυτό γιατί, ανεξάρτητα από τη διαμάχη που γέννησε το «Περί παίδων αγωγής» σχετικὰ μὲ την πατρότητά του1, η προσφορά του παραμένει ουσιαστική και αδιαμφισβήτητη καθώς αποτελεί το απαύγασμα των παιδαγωγικών αρχών της ελληνικής αρχαιότητας. Ο Πλούταρχος ή κάποιος μαθητής του ίσως, θέλησαν να κρατήσουν την πεμπτουσία των διδαχών ενός κόσμου που χανόταν αμετάκλητα. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο ελληνιστικός κόσμος ασχολήθηκε με τη συστηματοποίηση των παιδευτικών προτύπων της κλασικής Αθήνας, προσφέροντας ένα σταθερό πλαίσιο θεωρητικής και πρακτικής αντιμετώπισης του θέματος της αγωγής ως την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού2
Πρῶτα θὰ ἑτοιμάσουμε τὴ συνείδησή μας
μὲ τὴν κοσμικὴ σοφία κι ὕστερα θ᾿ ἀκούσουμε
τὰ ἱερὰ καὶ βαθιὰ νοήματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.
Πρῶτα θὰ συνηθίσουμε νὰ βλέπουμε τὸν ἥλιο μέσα στὸ νερὸ
κι ὕστερα θ᾿ ἀτενίσουμε τὸν ἴδιο τὸν ἥλιο.

Από την πλευρά του ο Μέγας Βασίλειος, πολύπλευρη προσωπικότητα με ευρεία ελληνομάθεια, εκφράζει ακριβώς το κλίμα της εποχής του, με την προσπάθεια επικράτησης των νέων ιδεών, λειαίνοντας όμως το πνεύμα οξύτητας από το οποίο εμφορούνταν οι Χριστιανοί στοχαστές δρώντας σ᾿ έναν ακόμα μη δεκτικό γι᾿ αυτούς κόσμο.

Οι στόχοι των δύο έργων
Όπως έχει ήδη τονιστεί3, ο λόγος του Μεγάλου Βασιλείου δεν έχει καθαρώς το χαρακτήρα φιλοσοφίας της αγωγής. Παρότι προτάσσεται η φράση «Προς τους νέους», εκφωνήθηκε (ή γράφτηκε) αποκλειστικά για να βοηθήσει στη σωστή εκμετάλλευση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, προειδοποιώντας τους νέους εγκαίρως για τα συγγράμματα εκείνα που δεν συμβαδίζουν με τα νέα ιδεώδη. Στην προσπάθεια τεκμηρίωσης των απόψεων του αναδύονται, βέβαια, και κάποιες γενικότερου παιδαγωγικού περιεχομένου παρατηρήσεις που μας βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων για την παιδαγωγική του «στάση».
Οι διαφορετικοί στόχοι των δύο υπό εξέταση έργων, υπογραμμίζονται και από το γεγονός ότι έχουν διαφορετικούς αποδέκτες. Ενώ ο Πλούταρχος συντάσσει ένα πόνημα που απευθύνεται σε ενήλικες υπεύθυνους για την αγωγή των νέων και τους καλεί να εξετάσουν από κοινού το θέμα, ο Μ. Βασίλειος απευθύνεται σε κοινό εφήβων που αποτελούν την πιο ευαίσθητη και με τις μεγαλύτερες ανησυχίες ομάδα καθώς και την επιρρεπέστερη σε κάθε είδους ολισθήματα. Επιπλέον, πρόκειται και για μια νεολαία που φοιτά ακόμα στις εθνικές Σχολές της Αθήνας, της Κωνσταντινουπόλεως, της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας. Για το λόγο αυτό και οι διαφορές των δύο έργων είναι και υφολογικές. Αν το «Περί παίδων αγωγής» έχει κατηγορηθεί για έλλειψη δομής, το «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», χαρακτηρίζεται από επαναλήψεις και πληθώρα παραδειγμάτων αφήνοντας να διαφανεί η αγωνία ενός πνευματικού ανθρώπου, τόσο για τη μόρφωση της νεολαίας όσο και για την τύχη του προγενέστερου γραμματειακού πλούτου.

Συνθήκες εποχής Πλούταρχου
Φιλοσοφικά θεωρούμενη, η παιδεία αποσκοπεί στην ένταξη του νέου ανθρώπου σ' ένα καθορισμένο πνευματικό και οικονομικό συγκρότημα, το οποίο εκφράζεται με τις αξίες που ρυθμίζουν τη ζωή αυτού του συγκροτήματος και στις οποίες πρόκειται να ενσωματωθεί ο νέος4.
Η μεταβατική όμως εποχή μέσα στην οποία έδρασε ο Πλούταρχος, ταλανίζονταν από την αναζήτηση νέων ιδεωδών και αξιών. Η παιδεία στην Ελλάδα των κλασικών χρόνων αλλά και των μεταγενεστέρων, ήταν καρπός των φιλοσοφικών Σχολών που η καθεμιά παρείχε εκπαίδευση σύμφωνα με τις δικές της αρχές5. Όμως αυτές οι αρχές ήταν με τη σειρά τους, δημιούργημα συγκεκριμένου κοινωνικο-οικονομικού πλαισίου που είχε πάψει να υφίσταται. Η φιλοσοφία, τα τελευταία προχριστιανικά χρόνια και τα πρώιμα χριστιανικά, αντλεί, ωστόσο, από τα διδάγματα της κλασικής εποχής μ' έναν όμως εκλεκτικό τρόπο, προσπαθώντας να εμβαθύνει τα πνευματικά προϊόντα προηγούμενων φιλοσόφων (π.χ. νεοπλατωνισμός).

Θεωρία ευγονικής
Βαδίζοντας πάνω σ΄ αυτά τα χνάρια, ο Πλούταρχος αναζητά τα ερείσματά του. Ξεκινά την πραγματεία του λέγοντας ότι θ΄ αναφερθεί στην εκπαίδευση των ελευθέρων ατόμων. Γνωρίζουμε όμως ότι πρόκειται για την εποχή της Ρωμαιοκρατίας, όταν η έννοια του ελεύθερου πολίτη είχε χάσει πια τη σημασία της για τον ελληνικό χώρο. Επιμένει ίσως να εθελοτυφλεί έναντι στη νέα διαμορφούμενη πραγματικότητα, διαλέγοντας από τον Πλάτωνα τη βασική θεωρία που αναπτύσσει στην «Πολιτεία» του περί ευγονικής, θεωρώντας ότι η ελεύθερη καταγωγή και των δύο γονιών, η κοινωνική τους υπόληψη ακόμα και το κάλλος είναι βασικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να τηρούνται πριν τη σύλληψη ενός δυνάμει «καλού κ΄ αγαθού» ατόμου.

Στάση του Μεγάλου Βασιλείου έναντι της θεωρίας
Η άποψη αυτή αντικρούεται ευθέως από το Μεγάλο Βασίλειο ο οποίος δεν θεωρεί τίποτα από τ΄ ανωτέρω (καταγωγή, κάλλος, σωματική δύναμη), αναγκαίες και ικανές συνθήκες για μια επιτυχή παιδευτική διαδικασία. Σ΄ αυτό το σημείο εκφράζεται βέβαια η νέα κοινωνική προοπτική που εγκαινίασε ο Χριστιανισμός, πρεσβεύοντας την εξίσωση των ατόμων και απορρίπτοντας την αριστοκρατική ψυχή του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο απόηχος του «παιδαγωγικού έρωτα» στον οποίο εμμένει ο Πλάτων στο « Συμπόσιο» του, θεωρώντας απαραίτητο έδαφος παιδαγωγικής καρποφορίας την αξιέραστη μορφή, επικυρώνοντας και τη σωματική επαφή παιδαγωγού και παιδαγωγούμενου, αρχίζει να σβήνει στη συνέχεια της πραγματείας του Πλούταρχου όταν μνημονεύει ότι «πρέπει να εκδιώκουμε εκείνους που επιθυμούν το σωματικό κάλλος των παιδιών, ενώ πρέπει ν΄ αποδεχόμαστε τους εραστές της ψυχής τους». Στο Χριστιανισμό, η εξάλειψη κάθε είδους διακρίσεων και στην παιδεία θ΄ αποκρυσταλλωθεί φιλοσοφικά πολύ αργότερα (19ος αι.) με την έννοια της «παιδαγωγικής αγάπης» του Pestalozzi.

Στάδια εκπαίδευσης κατά τον Πλούταρχο και το Μέγα Βασίλειο
Κατά τον Πλούταρχο, μετά τη γέννησή του το παιδί ακολουθεί, όπως και στα κλασικά χρόνια, την καθιερωμένη εκπαίδευσή του: ένα μεγάλο μέρος της νηπιακής αγωγής, που είναι μέλημα της οικογένειας, ανατίθεται σε τροφούς οι οποίοι αναλαμβάνουν να μεγαλώσουν τα παιδιά με διδακτικούς μύθους.
Για τη στοιχειώδη εκπαίδευση των παιδιών, ο Πλούταρχος αναφέρεται μόνο στην προσοχή που θα πρέπει να επιδεικνύουν οι γονείς στην επιλογή του παιδαγωγού και δεν θα πρέπει να φείδονται χρημάτων όταν πρόκειται για τη σωστή αγωγή των παιδιών τους, καθώς και στη σημασία της φυσικής αγωγής. Πρόκειται για μια βασική αρχή της ελληνιστικής παιδείας, η επιδίωξη ισορροπίας ανάμεσα στην πνευματική και τη φυσική αγωγή6. Ο Πλούταρχος θεωρεί ότι η καλή φυσική κατάσταση βοηθά να έχει κανείς λιγότερα προβλήματα όταν γερνά ενώ η καλή εκγύμναση στον ακοντισμό, την τοξοβολία κα ι το κυνήγι, βοηθούν τους νέους ν΄ αντιμετωπίσουν τους εχθρούς σε μια μάχη γενναιότερα, αν και στην εποχή του είχε καταργηθεί ο θεσμός της «εφηβείας», της υποχρεωτικής στρατιωτικής δηλαδή άσκησης.
Η μέση εκπαίδευση ολοκληρώνεται με τη διδασκαλία των αποκαλούμενων «εγκυκλίων» μαθημάτων, τα οποία ήταν επτά : γραμματική, φιλοσοφία, ρητορική, γεωμετρία, αριθμητική, αστρονομία και μουσική. Πρόκειται για τα ίδια μαθήματα που είχε κατονομάσει ο Αριστοτέλης, χωρίς ακόμα να προστίθεται καμιά επαγγελματική τέχνη. Ο Πλούταρχος θεωρεί πως η μελέτη των έξι εξ αυτών θα πρέπει να είναι ταχεία και ίσως ακόμα επιφανειακή. Αντίθετα υπεραμύνεται της αξίας που έχει η φιλοσοφία για τη ζωή και στην οποία θα πρέπει να επιμένει η σωστή αγωγή. Από τον 1ο μ.Χ. αιώνα ένα από τ΄ αγαπημένα ερωτήματα των στοχαστών της εποχής ήταν το κατά πόσο η εγκύκλιος παιδεία είναι απαραίτητη για να μπορέσει ο νέος να παρακολουθήσει τα υψηλά διανοήματα της φιλοσοφίας. Εδώ ο Πλούταρχος φαίνεται ότι έχει ασπαστεί την άποψη ότι δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση η μελέτη της.
Εδώ όμως θα πρέπει να σταθούμε και στον ορισμό που δίδει στη φιλοσοφία : σύμφωνα με όσα ακολουθούν, δίνει στη φιλοσοφία ηθικό περιεχόμενο ως επιστήμη σωστής συμπεριφοράς7. Συνολικά θεωρούμενο το έργο του θέτει τη φιλοσοφία σ΄ εκλαϊκευμένη βάση χωρίς ν΄ ασχοληθεί με τα προβλήματα της φύσης και της γνώσης.
Ο Μέγας Βασίλειος, μην έχοντας απώτερο στόχο τη διατύπωση γενικών παιδαγωγικών αρχών, όπως προαναφέραμε, δεν κάνει κάποια συγκεκριμένη μνεία ούτε στις εγκύκλιες αλλά ούτε και στις επαγγελματικές τέχνες. Όμως ως γνήσιος χριστιανός, καταφέρεται εναντίον των δραστηριοτήτων που δεν προάγουν την καλλιέργεια της ψυχής και βέβαια εναντίον και της γυμναστικής. Η σημασία ενός καλογυμνασμένου σώματος που θα φιλοξενεί ένα εξίσου υγιές μυαλό και υγιή ψυχή εξανεμίζεται στα χριστιανικά χρόνια. Το σώμα δεν είναι παρά η προσωρινή κατοικία της ψυχής, είναι υποδεέστερό της και για το λόγο αυτό η διάπλασή του δεν οφείλει να μας απασχολεί. Ωστόσο, παρά τη βασική αυτή αρχή, την οποία ενστερνίζεται ασυζητητί, σε κάποιες από τις επόμενες παραγράφους του φαίνεται ως να ζητά την άμβλυνση της διαμετρικής αντίθεσής του στη γυμναστική με τη μνεία παραδειγμάτων αθλητών ή και λοιπών χειρωνακτών, οι οποίοι δαπανούν τη ζωή τους σε προγράμματα επίπονα μέσα σε «γυμνάσια» προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους τους. Αρκεί πάντα ν’ ακολουθείται η μέση οδός και το σώμα να μη γίνεται υποχείριο της ψυχής.
Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που στο ετατικό εκπαιδευτικό του σύστημα αποκλείεται η μουσική -και βέβαια δεν αναφέρεται ούτε από τον Πλούταρχο- ο Μ. Βασίλειος δεν την αρνείται αρκεί να μην κεντρίζει ενήδονα την ψυχή. Οι νέοι πρέπει ν’ αποζητούν μόνο τη μουσική εκείνη που οδηγεί στη βελτίωση της ψυχής.

Η αρετή ως παιδευτικός στόχος
Ο στόχος της μελετημένης αγωγής και της ισορροπημένης μόρφωσης είναι η κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας. Η μακαριότητα, όπως ορίζεται από τον Πλάτωνα, είναι το «τέλος» της ζωής και η παντοτινή κατοχή του αγαθού και της τελειότητας. Οι «συγκριτικές» παιδαγωγικές απόψεις του Πλουτάρχου συμπληρώνονται εδώ και με την τριμερή διάκριση του είδους του βίου που είναι παρμένο από τον Αριστοτέλη δηλαδή «βίος πολιτικός, φιλόσοφος και απολαυστικός» (»Ηθικά Νικομάχεια»). Ο φιλοσοφικός βίος αναζητά τη φρόνηση και την αλήθεια, ο πολιτικός τις σωστές πράξεις και ο απολαυστικός τις κάθε είδους ηδονές. Κατά τον Πλάτωνα ο τρόπος ζωής του ανθρώπου θα πρέπει να είναι συνδυαστικά θεωρητικός και πρακτικός και ο καθένας θα πρέπει να μπορεί ν’ ασχολείται εξίσου με τα δημόσια πράγματα και τη φιλοσοφία. Η εσωτερική ευδαιμονία θα προέλθει από την αρμονική εξισορρόπηση της ψυχής και την ένταξη του ατόμου σε κόσμο που διέπεται από την θεία τάξη.
Η αρετή, με την έννοια του ηθικά ορθού, ως στόχος της αγωγής, είναι μια σημαντική παρέκκλιση του Πλούταρχου από τη θεμελιώδη αρχή που επικρατούσε ως τότε, την πολιτική διαπαιδαγώγηση των νέων ή αλλιώς την πολιτική αρετή8. Η πολιτεία ενδιαφερόταν ως τότε για την προαγωγή των συμφερόντων της μέσω των ατόμων. Τα διδασκόμενα μαθήματα στόχευαν στην ανάπτυξη των ιδιοτήτων εκείνων που θα βοηθούσαν στην ενσυνείδητη πολιτική παρουσία των ατόμων.
Η απώλεια της πολιτικής ελευθερίας δεν ανέκοψε μόνο την ιστορική ανέλιξη των ελληνικών πόλεων-κρατών με τις γνωστές αναρίθμητες επιπτώσεις αλλά ανέστειλε και τη λειτουργία που χαρακτήριζε ως τότε την ελληνική ψυχή την πολιτική δραστηριότητα. Ίσως σ’ αυτό θα πρέπει ν’ αποδοθεί το γεγονός ότι ο Πλούταρχος -χωρίς να μπορεί ν’ αποφύγει τη γοητεία της- εκφράζεται αρνητικά για τη ρητορική που έβρισκε πρόσφορο έδαφος για ν’ αναπτυχθεί στο μέχρι τότε ισχύον πλαίσιο.
Για πρώτη ίσως φορά δίνεται το προβάδισμα σε περισσότερο εξατομικευμένες αρετές, αν και χωρίς ν’ αποκλείεται η ενασχόληση του ατόμου και το ενδιαφέρον του για τα κοινά.
Η ενάρετη ζωή είναι συνισταμένη της φύσης (όπου φύση είναι η ένδοξη καταγωγή), του λογικού (νοείται η πνευματική κατάρτιση) και της συνήθειας, δηλαδή της εντατικής προσπάθειας για την κατάκτησή της. Σ’ αυτό το σημείο ο Πλούταρχος ξοδεύει πολλή μελάνη μνημονεύοντας παραδείγματα σαν αυτά της χέρσας γης που μ’ επιμονή και προσήλωση μπορεί ν’ αποδώσει καρπούς και θεωρώντας ότι το ίδιο μπορεί να εφαρμοστεί και στ’ άτομα σμιλεύοντας χαρακτήρες των οποίων το ήθος θα είναι αποτέλεσμα διαρκούς προσπάθειας και «συνήθειας».

Η αρετή στο Χριστιανισμό
Βέβαια στον ορισμό της αρετής ο Χριστιανισμός χαράζει νέους δρόμους. Θα λέγαμε ότι ο Μ. Βασίλειος- και κατ’ επέκταση ο Χριστιανισμός- αλλάζουν το «τέλος» κρατώντας τη μέθοδο. Στόχος του ενάρετου ανθρώπου και της αγωγής είναι η προσπάθεια διαρκούς τελειώσεώς του και προσπάθεια εξομοίωσης με το Θεό. Η πολιτεία δεν σταθμίζει την αξία του ανθρώπου. Αξιολογητής της είναι μόνο ο Θεός. Και βέβαια ο τρόπος κατάκτησης μιας αξιοβίωτης ζωής δεν είναι παρά η σταθερή προσήλωση στον τελικό στόχο, αποτέλεσμα καθημερινής και επίπονης διαδικασίας που είναι ικανή-εδώ θα προσθέταμε και τη φράση του Πλούταρχου-να διορθώνει ακόμα και τα «σφάλματα» της φύσης.
Η αρετή στον άνθρωπο-παραδέχονται και οι δύο-είναι το μόνο απόκτημα που παραμένει στην κατοχή του ατόμου αναλλοίωτο σε αντίθεση με άλλα εγγενή (κάλλος, σωματική ρώμη, υγεία) ή επίκτητα (πλούτος, δόξα) αγαθά. Και βέβαια συνάδουν στο ότι ο δρόμος για την κατάκτηση της αρετής είναι δύσβατος και γεμάτος προσκόμματα και για τούτο είναι σημαντικό το να μην ξεχνά κανείς τον τελικό του στόχο και να επικεντρώνει πάντα προς τα εκεί τις προσπάθειές του.
Φαίνεται ότι διαχρονικά αποτελούσε για τους Έλληνες-και τους ελληνοτραφείς- φανό, ο μύθος της Αρετής και της Κακίας που έπρεπε να επιλέξει ο Ηρακλής και το ίδιο καλούνται να κάνουν πάντα και οι επίγονοί του.

Η μελέτη των παλαιότερων πλούτων κοινός στόχος
Όμως για την τελική τους επιλογή οι νέοι πρέπει να έχουν υποβοηθηθεί κατάλληλα. Αυτό το σημείο, αν και συνιστά το λόγο ύπαρξης της πραγματείας του Μ. Βασιλείου, δεν απουσιάζει ούτε από τις παραινέσεις του Πλούταρχου. Οι νέοι άνθρωποι έχουν ανάγκη από παραδείγματα που θα ενθαρρύνουν τον αγώνα τους και φυσικά από πρότυπα. Για τον Πλούταρχο τα πρότυπα θα πρέπει ν’ αναζητηθούν περισσότερο στον περίγυρο. Από την επιλογή δηλαδή του κατάλληλου παιδαγωγού, από την ανάγνωση επιλεγμένων παραμυθιών στα πολύ μικρά παιδιά έως τις ευθείες προτροπές γι’ αποφυγή κακών συναναστροφών και επιζήμιων κολάκων. Προσθέτει όμως το πόσο σημαντική θεωρεί τη δημιουργία βιβλιοθήκης με έργα παλαιότερων εκφράζοντας την αγωνία του για τις επερχόμενες αλλαγές.
Υπό το κάλυμμα της προειδοποίησης προς τους νέους για τη μελέτη μόνο των κειμένων εκείνων που αφορούν στην αρετή, ο Μ. Βασίλειος δράττεται της ευκαιρίας για ν’ απαριθμήσει φιλοσόφους, συγγραφείς και λαμπρά ονόματα της αρχαιότητας, αφήνοντας να διαφανεί έμμεσα και η δική του αγωνία για τυχόν εξαφάνιση του θησαυρού της αρχαίας Ελλάδας σε μια εποχή όπου οι όροι των αμέσως προηγούμενων αιώνων είχαν αντιστραφεί, δίνοντας τη θέση του θύματος στους ειδωλολάτρες και του θύτη στους Χριστιανούς. Αν και οι Χριστιανοί Απολογητές προώθησαν την ιδέα της μελέτης των αρχαίων φιλοσόφων προχωρώντας σε παρατηρήσεις όπως ότι ο κόσμος των «ιδεών» του Πλάτωνα μπορούσε να παραλληλιστεί με το επίγειο-επουράνιο του Χριστιανισμού, η μεταβολή του νοήματος της ζωής από τα επίγεια στο επέκεινα και στη «ζωή μετά θάνατον», καλλιέργησαν την αδιαφορία έναντι σε οτιδήποτε δεν συντελούσε σ’ αυτό το σκοπό. Η βαρύνουσα σημασία της σωτηρίας της ψυχής οδήγησε στον προσανατολισμό προς έναν προπαγανδιστικό σκοπό της παιδείας. Η παιδεία όμως προϋποθέτει την ελευθερία του παιδευομένου απέναντι στην αποτίμηση των πνευματικών αγαθών που του προσφέρονται χωρίς να νιώθει υποχρεωμένος να μπει μέσα σε προκατασκευασμένες φόρμες συμπεριφοράς και σκέψης. Γιατί, όπως υποδεικνύει ο Πλούταρχος «ο νους είναι εστία που πρέπει να πυροδοτείται και όχι δοχείο που πρέπει να γεμίζεται»9.

Στάση του Πλούταρχου έναντι της θρησκείας
Έχει λεχθεί ότι ο Πλούταρχος δεν αντικρούει τη νέα θρησκεία ούτε προβαίνει σε δηκτικούς χαρακτηρισμούς10, παρότι το φάσμα της είχε ήδη απλωθεί επικίνδυνα στην υπαρχία του νέου Ιλλυρικού την οποία διοικούσε, διότι σιωπηλά αφήνεται να διαβρωθεί από τις νεότευκτες ιδέες. Ίσως όμως αυτό να οφείλεται στο ότι ο Πλούταρχος είχε επηρεαστεί από τη διδασκαλία του στωικισμού που δήλωνε ανοχή απέναντι σε όλες τις βαρβαρικές θρησκείες και πίστευε στην ισότητα όλων των ανθρώπων και τη δυνατότητα συμβίωσής τους σε μια «κοσμόπολη», με βάση όμως πάντα την ελληνική παιδεία11. Επιπρόσθετα βέβαια, η ενιαία πολιτική συγκρότηση του ολόκληρου σχεδόν του τότε πολιτικού κόσμου, ευνοούσε και την ανάγκη ύπαρξης μιας και μόνης θεότητας αντί του κατακερματισμένου δωδεκάθεου που εύρισκε εύφορο έδαφος στις πόλεις-κράτη. Επομένως δεν θα πρέπει ν΄ αποκλείσουμε εντελώς και την άποψη ότι ο Πλούταρχος είχε διαγνώσει το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός ανταποκρινόταν στις νέες ανάγκες της εποχής αλλά αδυνατούσε να εκφραστεί απροκάλυπτα υπέρ αυτού, δεδομένου ότι εξεδίδονταν αυτοκρατορικά διατάγματα κατά της ανατρεπτικής των καθεστώτων θρησκείας12.
Το σημαντικό είναι ότι σε κάθε φάση της, χριστιανική ή εθνική, η αγωγή προσπαθεί να ενσταλάξει στις ψυχές των νέων τη συναίσθηση της ευθύνης στον τρόπο σκέψης και δράσης τους, πράγμα που επιβάλλει βέβαια ένα αρκετά καθορισμένο τρόπο ζωής αλλά και τους προστατεύει από λοξοδρομήσεις.

Η τιμωρία
Αυτό όμως δεν θα πρέπει να τους επιβληθεί με αυστηρές τιμωρίες, αντίθετα, φρονεί ο Πλούταρχος, οι γονείς και οι παιδαγωγοί θα πρέπει να δείχνουν ανοχή απέναντί τους ενθυμούμενοι ότι κάποτε υπήρξαν και αυτοί νέοι.
Πρόκειται για μια άποψη διαφοροποιημένη από την καθαρά ελληνιστική αγωγή που θεωρεί την τιμωρία απαραίτητο συμπλήρωμα της αγωγής.
Ο λόγος του Μ. Βασιλείου, έχοντας παραινετικό χαρακτήρα και όχι εκφοβιστικό, δεν αναφέρεται καθόλου στην τιμωρία-ούτε την επίγεια αλλά ούτε και την άνωθεν.

Συμπέρασμα
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι ο Πλούταρχος εκφράζοντας απόλυτα τις ιδέες μιας μεταβατικής εποχής που αναζητά τις ισορροπίες της στο καταξιωμένο παρελθόν, προχωρά σε συγκερασμό των απόψεων του παρελθόντος, θεωρώντας την αρετή ως εξομοίωση με το θείο, πρεσβεύοντας την κυριαρχία πάνω στα πάθη, τη μετριοπάθεια, τη σημασία άσκησης του ορθού λόγου, της ισότητας και κυμαίνεται ανάμεσα στην πολυθεΐα και το μονοθεϊσμό.
Ο Μ. Βασίλειος εκπροσωπεί την προσπάθεια μεταμόρφωσης του ελληνισμού και τοποθέτησης των ηθικοπλαστικών αξιών του σε χριστιανικά πλαίσια. Είναι η εποχή που διαπιστώνεται ότι ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός δεν είναι δύο αντίρροπες δυνάμεις, αντίθετα μπορούσαμε να μιλούμε για εκχριστιανισμό του Ελληνισμού ή εξελληνισμό του Χριστιανισμού. Το ίδιο συμβαίνει και στις παιδαγωγικές τους απόψεις γιατί, τόσο ο ελληνικός πολιτισμός, όσο και ο Χριστιανισμός, δεν ασχολούνται με τα φθαρτά πράγματα αλλά επιδιώκουν το «ευ ζην» για το άτομο. Χάρη στην εκλεκτικότητα των Απολογητών που ακολουθεί και ο Μ. Βασίλειος πολλές κοσμοθεωριακές και παιδευτικές θέσεις του Ελληνισμού βρήκαν το δρόμο τους στον Χριστιανισμό.
Ολοκληρώνοντας, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε ότι, όπως συμβαίνει σ΄ εποχές έντονου ιδεολογικού κλυδωνισμού, δεν μπορεί ν΄ αποφευχθούν οι ακρότητες. Έτσι, ο Πλούταρχος επιλέγει τις πηγές του από εποχές πολιτικής αδιαλλαξίας13, θεωρώντας τις ως τις αντιπροσωπευτικότερες του αρχαιοελληνικού πνεύματος, ενώ με τη σειρά του και ο Χριστιανισμός καταργεί οτιδήποτε μπορούσε να υποβληθεί στην αντικειμενική κριτική του λόγου, χαράζοντας το όριο γέννησης της δογματικής αλήθειας.
Ο Μ. Βασίλειος δεν αναφέρει πουθενά το όνομα του Πλουτάρχου στο λόγο του, παρότι μνημονεύει πολλούς άλλους παλαιότερους συγγραφείς. Όμως θα πρέπει μήπως ν’ αμφιβάλλουμε ότι ήταν μία από τις πηγές του ;
Τανάπαλιν, ο Πλούταρχος δεν αναφέρει πουθενά τη νεοφανή θρησκεία. Μπορούμε όμως ομοίως ν΄ αμφιβάλλουμε ότι ήταν ενήμερος;
 
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
  1. Βερτσέτης Α., Πλουτάρχου..., σελ. 15
  2. Ι.Ε.Ε.,Ε’, σελ.268
  3. Μπιλάλης Β., Μεγάλου Βασιλείου..., σελ. λε’.
  4. Παπανούτσος, Φιλοσοφία και παιδεία, σελ. 169.
  5. Κουντουράς Μ., Πλουτάρχου..., σελ. 25
  6. Ι.Ε.Ε., ο.π.
  7. Βερτσέτης Α., ο.π., σελ. 121.
  8. Κύρκος Β., Αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός, σελ. 189
  9. Βερτσέτης, ο.π., σελ. 12
  10. Κανζώρης Α, Χριστιανική και εθνική παιδαγωγική, σελ. 381
  11. Ι.Ε.Ε., Στ΄, σελ. 438
  12. Κανζώρης, ο.π., σελ. 381
  13. Κύρκος Β., ο.π., σελ. 62
ΠΗΓΕΣ
  1. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ»
  2. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, «ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ. ΟΠΩΣ ΑΝ ΕΞ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΩΦΕΛΟΙΝΤΟ ΛΟΓΩΝ»
  3. ΠΛΑΤΩΝ. «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ»
  4. ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΠΑΙΔΩΝ ΑΓΩΓΗΣ»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  1. ΒΕΡΤΣΕΤΗΣ Αθανάσιος, Πλουτάρχου, Περί παίδων αγωγής, εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 1986
  2. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμοι Ε ’(σσ. 268-279) και Στ’(σσ.436-437), ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ 1976
  3. ΚΑΝΖΩΡΗΣ Αναστάσιος, Η χριστιανική και εθνική παιδαγωγική. Μ. Βασίλειος και Πλούταρχος, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΦΑΡΟΣ Β’ (1908), σσ. 378-388
  4. ΚΟΥΝΤΟΥΡΑΣ Μίλτος, Πλουτάρχου, Περί παίδων αγωγής,εκδόσεις Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ (97)
  5. ΚΥΡΚΟΣ Βασίλειος Α., Αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός και σοφιστική, Αθήνα 1992
  6. ΜΠΙΛΑΛΗΣ Βασίλειος, Μεγάλου Βασιλείου. Προς τους νέους, Οπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων, εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 1966, 2η έκδοση
  7. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ Ευάγγελος Π., Φιλοσοφία και Παιδεία, Αθήνα 1977, 2η έκδοση
Εργασία στη Φιλοσοφία: Ιωσήφ Αρμάος

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Η ανάπτυξη της παιδαγωγικής κατά τα χρόνια του Διαφωτισμού

Θέμα:  Αν ο Μεσαίωνας ήταν η εποχή του Θεού, ο Διαφωτισμός ήταν η εποχή του Ανθρώπου. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε μέσα από την ανάπτυξη της παιδαγωγικής κατά τα χρόνια του Διαφωτισμού.

Εισαγωγή
Σκοπός της εργασίας είναι να παρουσιάσει τη σχέση μεταξύ των παραγόντων που συνέτειναν στην αξιοποίηση της παιδείας από ευρείες κοινωνικές κατηγορίες πέραν της ανώτατης και της μεσαίας τάξης των ευρωπαϊκών κοινωνιών, κατά την εποχή του Διαφωτισμού (17ο και 18ο αιώνα) στην Ευρώπη.
Ο Μεσαίωνας ήταν η εποχή κατά την οποία η εκκλησιαστική εξουσία χρησιμοποιούσε τη φεουδαρχική σχέση μεταξύ του επίγειου άρχοντα και του υπόδουλου ανθρώπου με την πρόφαση ότι με τον τρόπο αυτό ισχυροποιεί την πίστη του ανθρώπου προς τον Θεό. Ο Διαφωτισμός ήταν η πνευματική και πολιτιστική κίνηση που επέβαλε τον ορθολογισμό και τις νέες μεθόδους στην επιστήμη, παρέκαμψε τον θρησκευτικό ολοκληρωτισμό, την εξουσία των ευγενών και επιδίωξε την κατάκτηση αγαθών όπως κοινωνική ισότητα, δικαιοσύνη και ελευθερία για τον Άνθρωπο. Ουσιαστικός μοχλός σ’ αυτή την ευρεία πολιτική και θεσμική αλλαγή ήταν η ανάπτυξη της παιδαγωγικής κατά την περίοδο του Διαφωτισμού;


Ορισμός της έννοιας του διαφωτισμού και της παιδαγωγικής

Ως «διαφωτισμός» ορίζεται σύμφωνα με την κοινή παραδοχή η «πνευματική κίνηση που εκδηλώθηκε τον 18ο αιώνα και απέβλεπε στην απαλλαγή του ανθρώπου από τις προλήψεις και τις αυθεντίες και στη διάδοση της επιστημονικής γνώσης με την καλλιέργεια του ορθού λόγου»[1].
Ως παιδαγωγική ορίζεται «η επιστήμη που εξετάζει τη διδασκαλία, την εκπαιδευτική διαδικασία σε επίπεδο τόσο θεωρητικών αρχών όσο και εκπαιδευτικών μεθόδων». Ο παιδαγωγός είναι το «πρόσωπο που με την προσφορά του ασκεί σημαντική επίδραση στο σύνολο, διαμορφώνοντας αντιλήψεις και εμπνέοντας τους άλλους αποτελώντας γι’ αυτούς πρότυπο».[2]
 
Ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής
Ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα η κίνηση της Μεταρρύθμισης/ Αντιμεταρρύθμισης, έρχεται να αναμορφώσει την εκκλησιαστική παιδεία δίνοντας έμφαση στην επαγγελματική και πρακτική εκπαίδευση και την συστηματική μελέτη των πατερικών κειμένων . με πρωτεργάτη τον Λούθηρο να αρνείται κάθε «διαμεσολάβησης της Εκκλησίας ανάμεσα στα άτομα και στην εκπηγάζουσα από το θείο λόγο χάρη»[3] και να επισημαίνει: «Μια τέτοια κρίση που θα είναι ελεύθερη προέρχεται από την αγάπη και το φυσικό δίκαιο, πράγματα τα οποία φωλιάζουν σε κάθε νου».[4] Κατά τον 16ο αιώνα η επίδραση του Ουμανισμού στην εκπαίδευση (μελέτη των κλασικών γραμμά-των, ευρεία χρήση της καθομιλουμένης, η καλλιέργεια των τοπικών διαλέκτων, η ανακάλυψη της τυπογραφίας) επέτρεψε τον παράλληλο σχεδιασμό της εκπαίδευσης από την Πολιτεία και την Εκκλησία.
Οι πολιτικές, κοινωνικές και επιστημονικές αλλαγές που επήλθαν στην Ευρώπη κατά τον 17ο αιώνα όπως η ισχυροποίηση της κεντρικής εξουσίας του απολυταρχικού κράτους, η άνοδος της αστικής τάξης και η διεύρυνση των πρακτικών γνώσεων - ως αποτέλεσμα των νέων ανακαλύψεων, - οδήγησαν στην εμφάνιση δύο κύριων ρευμάτων στην εκπαίδευση.


Νέα κινήματα – πρόδρομοι της παιδαγωγικής του Διαφωτισμού

Το κίνημα του Ρεαλισμού, δηλαδή η εκπαίδευση με σκοπό την αξιοποίηση και την εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης – πειράματα, έρευνα - που αποκτάται μέσω των αισθήσεων, όπως υποστήριζε ο Milton, στο πεδίο της καθημερινής εμπειρίας. Η παιδαγωγική βασίζεται στη αρχή της «δύναμης της τάξεως»[5] δηλαδή στον σεβασμό των νόμων της φύσης και οδηγεί, όπως πίστευε ο Comenius, στην ηθική διαπαιδαγώγηση. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, «κάθε γνώση και κάθε κανόνας που βγαίνει απ’ αυτήν, πρέπει να εκφράζονται με διατυπώσεις όσο το δυνατόν σύντομες και ακριβείς».[6]
Το κίνημα του Ευσεβισμού, (ορθόδοξου προτεσταντισμού), που επιχείρησε να γεφυρώσει την επιστημονική γνώση και την χριστιανική πίστη με στόχο την διάδοση της παιδείας σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.

Κύριο μέρος
Σημαντικοί φιλόσοφοι – παιδαγωγοί κατά την εποχή του Διαφωτισμού

[Αφετηρία της εποχής του Διαφωτισμού υπήρξε η ανάπτυξη των επιστημών στην Αγγλία με σημαντικότερο εκπρόσωπο τον Locke στο έργο «Ένα δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση». Στη Γαλλία την κίνηση του Διαφωτισμού με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τους Voltaire, Rousseau στο έργο του «Αιμίλιος ή για την Εκπαίδευση» και Diderot στο «Πρόνοια για την Εκπαίδευση» και στην «Εγκυκλοπαίδεια», που άσκησαν δριμεία κριτική στους θεσμούς , θεωρήθηκαν ως πρόδρομοι της Γαλλικής Επανάστασης και θεμελιωτές της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας].[7]
Ο μεγάλος Άγγλος φιλόσοφος και παιδαγωγός John Locke ως προπομπός του Διαφωτισμού - του εκπαιδευτικού και πολιτικού κινήματος του 18ου αιώνα – υποστήριξε, σε αντίθεση με την άποψη των ρεαλιστών, ότι: η εμπειρία αποκτάται από τις αισθήσεις και τα αισθητηριακά δεδομένα επεξεργάζονται με το στοχασμό. Οι δύο αυτές συνιστώσες (εμπειρία-στοχασμός), «…για να αναγνωριστεί η προτεραιότητα της αγωγής έναντι της φύσης»[8] σχηματοποιούν την tabula rasa (άγραφο χαρτί) του ανθρώπινου πνεύματος με αποτέλεσμα την επίτευξη της αρετής, της σοφίας και των γνώσεων του ατόμου.
Στις θεωρίες αυτές βασίστηκε το κριτικό πνεύμα του Διαφωτισμού, ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου εκφράστηκε ανοιχτά το φυσικό δικαίωμα του ατό­μου για ισότητα και ελευθερία.
Η αρχική φράση του Rousseau στον «Αιμίλιο ή περί αγωγής» είναι: «Όλα είναι σωστά καθώς βγαίνουν από τα χέρια του Πλάστη, όλα εκφυλίζονται στα χέρια του ανθρώπου»[9] ορίζοντας την κατεύθυνση της παιδαγωγικής φιλοσοφίας του «φυσικού προορισμού του ανθρώπου».
Στο «Δοκίμιο περί των επιστημών και των τεχνών»[10] ο Rousseau προβάλλει τη θέση ότι οι επιστήμες και οι τέχνες, λόγω του περιεχομένου αλλά και του τρόπου παρουσίασής τους όχι μόνο δεν βοηθούν στον εξαγνισμό, αλλά αντίθετα είναι συνυπεύθυνες μαζί με κάθε μορφής κοινωνικό καθεστώς για τη διαφθορά των ηθών.
Στη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου του Rousseau, το Κράτος μέσα από τους θεσμούς της οικονομίας και των κοινωνικών παροχών – εκπαίδευση, υγεία – αναλαμβάνει τον σχεδιασμό ενός εθνικού συστήματος εκπαίδευσης που ως παιδαγωγός, παρακολουθεί την εξέλιξη του ατόμου από τη νηπια­κή ηλικία, κατά την κρίσιμη περίοδο της εφηβείας, μέχρι την ενηλικίωση.
Στο έργο «Αιμίλιος» μέσα από τη σχέση του πρότυπου /αποκλειστικού παιδαγωγού με τον πρότυπο - μοναδικό μαθητή, ο Rousseau προβάλλει το ανθρώπινο, ψυχολογικό στοιχείο αυτής της έννοιας που ονομάζει «φυσική αγωγή», δηλαδή η συνεργία του φυσικού περιβάλλοντος και της χωρίς εξαναγκασμούς και τιμωρίες καθοδήγησης του παιδαγωγού προς τον μαθητή.
Ακόμη ο Rousseau θεωρούσε πως θα πρέπει να φέρουμε τον άνθρωπο σε επαφή με μια «φυσική» θρησκεία και να αποφασίσει όσο το δυνατόν αργότερα να αποδεχτεί, μια θετική εκδοχή θρησκείας που τον εκφράζει προσωπικά. Ο Rousseau με την παιδαγωγική του απορρίπτει κάθε μορφή εξουσίας (δικαστική, εκτελεστική, θρησκευτική) και κάθε μορφή εκπαιδευτικής ειδίκευσης σε κάποιο επιστημονικό κλάδο, λέγοντας για τον Αιμίλιο: «Όταν βγει από τα χέρια μου δε θα ’ναι βέβαια ούτε δικαστής, ούτε στρατιώτης, ούτε ιερέας, θα ’ναι πρώτα απ’ όλα άνθρωπος».[11]
Ο J. H. Pestalozzi επηρεάστηκε δημιουργικά από τον «Αιμίλιο» του Rousseau, όμως καταλογίζει σ’ αυτόν ότι: «οι ιδέες του δεν έφτασαν ποτέ στο σημείο να εντοπίσουν στη φύση και στην αγωγή ένα κέντρο ενότητας, » [….], «να διαφυλάξει την ανεξαρτησία του παιδιού», […], «ούτε να εναρμονίσει τον εσωτερικό του κόσμο με τον εξωτερικό»[12] Ο Pestalozzi αξιοποιώντας τα επιτεύγματα των ανθρωπιστικών επιστημών πρότεινε μια πρακτική παιδαγωγική μέθοδο που βασιζόταν σε ένα σύνολο αρχών τις οποίες μπορούσε να συμβουλεύεται ο παιδαγωγός πριν προβεί σε κάποια ενέργεια.
[«Αρχή της εποπτείας: Κάθε μάθηση περνά μέσα από τις αισθήσεις». θέση που συμφωνεί τόσο με τον εμπειρισμό του Locke όσο και με τις απόψεις του Rousseau περί των αισθήσεων ως διαύλων γνώσης.
«Αρχή της στοιχειώδους απλοποίησης: Σε όλους τους τομείς της εκπαίδευσης», υπάρχει η ανάγκη αναφοράς σε απλά – θεμελιώδη στοιχεία και προτείνεται η αποφυγή χρήσης πολύπλοκων παιδαγωγικών μεθοδικών σχημάτων. Η αρχή αυτή έλκει την προέλευσή της από τις πρωτεύουσες ποιότητες της θεωρίας του Locke.
«Αρχή της ολοκλήρωσης»: Σύμφωνα με την αρχή αυτή, σκοπός της εκπαίδευσης είναι η σταδιακή ολοκλήρωση της αυτόνομης δύναμης που αναπτύσσει κάθε παιδί για την απόκτηση γνώσεων. Στοιχεία της αρχής αυτής βρίσκονται σε δευτερεύουσα θέση στη θεωρία του Rousseau, όπου κυριαρχεί η επιδίωξη της «φυσικής» αγωγής και σε βασική θέση της θεωρίας του Locke.
«Αρχή της δραστηριότητας»: Σύμφωνα με την αρχή αυτή τα παιδιά συμμετέχουν στην παιδαγωγική δραστηριότητα ως ενεργά πρόσωπα που βρίσκονται σε διαρκή κίνηση.
Αυτή η τελευταία αρχή όπως και η «Αρχή της αυτενέργειας» του Pestalozzi προέρχονται από την έννοια της αυτενέργειας, όπως περιγράφεται από τον Rousseau και προκύπτει, ως ερέθισμα για τον νέο άνθρωπο, από τη σύνθεση - των αισθητηριακών δεδομένων και της διαδικασίας του στοχασμού - στην θεωρία του Locke.
Συμπερασματικά, ο Pestalozzi κατόρθωσε με τη μέθοδό του να οργανώσει την αφηρημένη έννοια της «φυσικής» αγωγής του Rousseau και να επιτρέψει σε κάθε άνθρωπο, με αφετηρία «αυτό που είναι», να αναζητήσει μέσα από την παιδαγωγική διαδικασία αυτό που «θα πρέπει να είναι».][13]
Οι ιδέες του Rousseau, όσον αφορά το περιεχόμενο της παιδαγωγικής του Διαφωτισμού, όπως οργανώθηκαν από την διδασκαλία του Pestalozzi επεκτάθηκαν κυρίως στη Γερμανία και στην κεντρική Ευρώπη, όπου αναπτύχθηκε το κίνημα του φιλανθρωπισμού, δηλαδή η επαναστατική κίνηση μιας ομάδας παιδαγωγών που προσδοκούσαν βασιζόμενοι στις αρχές της λογικής και της φύσης να θεμελιώσουν ένα καθολικό σύστημα παιδείας στη Γερμανία. Το παιδαγωγικό αυτό σύστημα των Γερμανών φιλανθρωπιστών απέδιδε την ίδια σημασία τόσο στη θεωρητική, όσο και στην πρακτική γνώση στα πλαίσια της εκπαίδευσης.
Ο J. B. Basedow και άλλοι παιδαγωγοί στα μέσα του 18ου αιώνα, ίδρυσαν παιδαγωγικά κέντρα με εκπαιδευτικό πρόγραμμα σύμφωνο με το πνεύμα του Διαφωτισμού. Την ίδια εποχή στη Γαλλία ο Condorset επιδιώκοντας την εφαρμογή μιας καθολικής (δωρεάν για τις δύο χαμηλότερες βαθμίδες) παιδείας χωρίς τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας , πρότεινε τη διάρθρωση της εκπαίδευσης, ανάλογα με τον πληθυσμό της πόλης ή του χωριού όπου θα έδρευαν, σε τέσσερις κατηγορίες: τη στοιχειώδη, τη δευτεροβάθμια, τα ινστιτούτα και τα (9) λύκεια . αντίστοιχα των πανεπιστημίων.
Κατά τον 17ο αιώνα εκτός από τα παραδοσιακά πανεπιστήμια της Ιταλίας, Γαλλίας και Γερμανίας, άρχισαν και στην Αγγλία και Ολλανδία να λειτουργούν, ανεξάρτητες από τον πολιτικό ή θρησκευτικό έλεγχο των πανεπιστημίων, εθνικές ακαδημίες και επιστημονικές εταιρίες με τη μορφή εξειδικευμένων κολεγίων. Οι εκπαιδευτικές αυτές δομές έως το τέλος του αιώνα, κατόρθωσαν να υποσκελίσουν τα πανεπιστήμια στην παραγωγή νέας γνώσης. Τα πανεπιστήμια κάτω από τη δυναμική του Διαφωτισμού έχασαν σταδιακά τον οικουμενικό χαρακτήρα που είχαν κατά τη διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα, απομακρύνθηκαν από τον θεολογικό προσανατολισμό τους, έγιναν εθνικοί θεσμοί και προσάρμοσαν το περιεχόμενο των «προ­γραμμάτων σπουδών» τους, που τότε ονομάζονταν «Σχολές», με βάση την κατηγοριοποίηση των νέων επιστημών, που είχαν προηγούμενα προωθήσει οι επαγγελματικές ακαδημίες. Λόγω της προτεραιότητας που δόθηκε από τα πανεπιστήμια στις φυσικές επιστήμες και την εξειδικευμένη επιστημονική κατάρτιση, επικράτησε για ορισμένες δεκαετίες του 18ου αιώνα η μονομερής καλλιέργεια των επιστημόνων που παρήγαγαν, και μόνο προς το τέλος του 18ου αιώνα κατόρθωσαν με μεταρρυθμίσεις να επαναπροσδιορίσουν την διάσταση των πολιτισμικών καταβολών του οικουμενικού ανθρώπου.

Σύνοψη - Βιβλιογραφία...

Το κίνημα του Διαφωτισμού ως ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά κινήματα στην ιστορία του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πολιτισμού, μέσα από μια διαφορετική αντίληψη της έννοιας της φύσης, καθοδηγήθηκε από τις προοδευτικές αντιλήψεις που χαρακτήριζαν την αστική τάξη και επικεντρώθηκε σε μια κριτική της θρησκείας, της μοναρχίας, της κοινωνίας, πρεσβεύοντας την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, πέρα από γλώσσα, φυλή ή θρησκεία και έχουν ίσα δικαιώματα συμμετοχής στην παιδαγωγική εξέλιξη.
Όμως, οι Διαφωτιστές υπερέβαλαν όταν θεώρησαν ότι, από τη στιγμή που θα εξέλειπαν η άγνοια και η θρησκοληψία, η γνώση που θα προέκυπτε από την εξέλιξη της παιδαγωγικής επιστήμης, ανεμπόδιστα θα αναθεωρούσε τις αρχές λειτουργίας της κοινωνίας και της ζωής των πολιτών. Τελικά, η αυτονομία του ανθρώπου, –που διαχειρίζεται τον ορθό λόγο και τον ελεύθερο νου μέσα σε ένα υλικό σύμπαν που το κυβερνούν νόμοι της μηχανικής, βρίσκει τη θέση του σε μια μοντέρνα θεώρηση της ιδανικής κοινωνίας και του ίδιου του ανθρώπου του μέλλοντος.

Βιβλιογραφία...

  • Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα : Κέντρο Λεξικολογίας 2002.
  • Πάπυρος – Λαρους, Γενική Παγκόσμιος Εγκυκλοπαίδεια, 5ος τόμος, Αθήναι: Εταιρεία Εγκυκλοπαιδικών Εκδόσεων 1964.
  • Chateau J., Οι μεγάλοι Παιδαγωγοί, Αθήναι: Κένταυρος 1958.
  • Houssaye J., Δεκαπέντε Παιδαγωγοί, Αθήνα: Μεταίχμιο 2000.
  • Luther Μ., Για την εγκόσμια εξουσία και μέχρι που εκτείνεται η υπακοή μας σ’ αυτήν, Αθήνα: Πόλις 2004.
  • Power Ε., Κληρονομιά της μάθησης, Ιστορία της δυτικής εκπαίδευσης, Πάτρα: ΕΑΠ 2001.
  • Reble A., Ιστορία της Παιδαγωγικής, Αθήνα: Παπαζήσης 1996.
  • Rousseau J. J.., Αιμίλιος ή για την Εκπαίδευση, Α΄ τόμος, Αθήνα: Αναγνωστίδης
  1. Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 2002, σ. 499
  2. Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 2002, σ. 1300
  3. Reble A., Ιστορία της Παιδαγωγικής, 1996, σ. 121
  4. Luther Μ., Για την εγκόσμια εξουσία και μέχρι που εκτείνεται η υπακοή μας σ’ αυτήν, 2004,σ.128
  5. Chateau J., Οι μεγάλοι Παιδαγωγοί, Κένταυρος, 1958, σ. 165
  6. Chateau J., Οι μεγάλοι Παιδαγωγοί, Κένταυρος, 1958, σ. 167
  7. Πάπυρος – Λαρους, Γενική Παγκόσμιος Εγκυκλοπαίδεια, 1964, 5ος τόμος, σ. 664
  8. Power Ε., Κληρονομιά της μάθησης, Ιστορία της δυτικής εκπαίδευσης, 2001, σ. 289
  9. Rousseau J. J., Αιμίλιος ,τόμος α΄, σ. 23
  10. Reble A., Ιστορία της Παιδαγωγικής, 1996, σ. 230
  11. Reble A, Ιστορία της Παιδαγωγικής, 1996, σ. 233
  12. Houssaye J., Δεκαπέντε Παιδαγωγοί, 2000, σ. 43
  13. Houssaye J., Δεκαπέντε Παιδαγωγοί, 2000, σ. 54-56, 60
Γ. Δημητρίου Χ. - Αθήνα 20/01/2005

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Η έννοια της Παιδείας στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη
ως προς τη συγκρότηση ανεπτυγμένης κοινωνίας

Συγγραφέας: ΤΣΩΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

Πώς η πολιτεία θα συμβάλλει σε μια «ακριβεστέραν παιδείαν» 
των νέων  με στόχο τη γνώση της αρετής  
και την έμπρακτη εφαρμογή της

Ποτέ άλλοτε όσο σήμερα δε θα λέγαμε ότι
ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης δεν είναι τόσο
επίκαιροι και αναγκαίοι για μελέτη και ανάλυση
όλων των  προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε αλλά
και για το μείζον θέμα της παιδείας
και της εξέλιξης των εκπαιδευτικών συστημάτων.
Οι θέσεις των φιλοσόφων για ένα προτεινόμενο εκπαιδευτικό σύστημα είναι διάχυτες σε όλο το έργο τους, εντοπίζονται όμως κυρίως στους πλατωνικούς διαλόγους «Πολιτεία» και «Νόμοι», καθώς και στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, όπου ο ρόλος της παιδείας είναι καίριος για τη συγκρότηση μιας αναπτυγμένης κοινωνίας.
          Η πλατωνική παιδεία είναι το «εν μέγα» το οποίο θα συγκροτήσει ηθικά και πνευματικά το άτομο αλλά και ο θεμέλιος λίθος πάνω στο οποίο θα θεμελιωθεί η ιδεώδης πολιτεία.
Η ανατροφή, η διαπαιδαγώγηση, η καλλιέργεια, η «ιθάκη» για την εύρεση της αλήθειας ξεπερνώντας κάθε είδους ψευδαισθήσεις, αμάθειες και σκοταδισμούς  αποτελούν τα σημαντικά εχέγγυα  που θα βοηθήσουν τον άνθρωπο απομακρυνθεί από τη μεταβλητότητα των αισθήσεων στον άφθαρτο κόσμο των ιδεών.
Ωστόσο  κάτοχοι γερής και ουσιαστικής παιδείας οφείλουν να είναι όχι μόνο οι φύλακες αλλά και οι άρχοντες οι οποίοι θα ρυθμίσουν τα  εκπαιδευτικά θέματα και θα συμβάλλουν σε μια «ακριβεστέραν παιδείαν» των νέων  με στόχο τη γνώση της αρετής  και την έμπρακτη εφαρμογή της. Σαφώς λοιπόν, για τον Πλάτωνα ιδανική πολιτεία  χωρίς αγωγή και παιδεία δε νοείται.
Έτσι το πλατωνικό ιδεώδες στηρίζεται και εξαρτάται από την ισότιμη παιδαγωγική και πνευματική κατάρτιση των ατόμων αλλά και την ηθική  διάπλασή τους που διαμορφώνεται από το ιδεώδες της ανδρείας, της τιμής, του σεβασμού και αφοσίωσης στην πατρίδα, και την υπακοή στους νόμους. Τότε μόνο η Πολιτεία λειτουργεί ως αρωγός της κοινωνικής ευδαιμονίας  ενώ οι άνθρωποι δεν πέφτουν θύματα της κακοδαιμονίας ένεκα της αμάθειάς τους.
Βασικοί στόχοι στο πλατωνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι η ύπαρξη δημόσιας εκπαίδευσης, η κοινή εκπαίδευση για άνδρες και γυναίκες, με άλλα λόγια η ισότητα των δύο φύλων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, η διαμόρφωση ακμαίου πνεύματος αλλά και σώματος , η ηθική αναμόρφωση του πολίτη ενισχύοντας μέσα του τις αρετές της δικαιοσύνης, δηλαδή τη σοφία, την ανδρεία και τη σωφροσύνη, καθώς και η απομάκρυνση από κάθε είδους μονομέρεια.
Συνεπώς η διαμόρφωση του νεανικού μυαλού απαιτεί πολύ μεγάλη προσοχή. Έτσι η ποίηση που για άλλες προγενέστερες εποχές υπήρξε βασικό εργαλείο μάθησης-παιδείας, τώρα περνά από αυστηρό κριτικό έλεγχο. Ο ψεύτικος-εικονικός κόσμος που παρουσιάζει, η ασέβεια, η αδικία και η άσχημη εικόνα που προβάλλει για τους θεούς, ο φόβος στο θάνατο, η μεγάλη αγάπη για το χρήμα είναι μερικά από τα θέματα που αποτελούν τροχοπέδη στη σφυρηλάτηση μιας ακμαίας ψυχής, έτοιμης να αγωνιστεί για οτιδήποτε. Αυτά χαλαρώνουν τη σταθερότητα της ψυχής, αποδυναμώνουν τον άνθρωπο κάνοντάς τον επιρρεπή στις οποιεσδήποτε απολαύσεις με αποτέλεσμα να ευθύνονται για τη διαφθορά των ηθών, τη ψυχική τους αλλοτρίωση και την παρακμή της πολιτείας. Οι ποιητές όφειλαν να προβάλλουν στα έργα τους υψηλά πρότυπα συμπεριφοράς, τέτοια που θα ενισχύουν το θάρρος , το ήθος, τις αρετές, την ευσέβεια, και θα επιδιώκουν όχι μόνο την  τέρψη αλλά και την ωφελιμότητα.
Σε αντίθεση με την Ποίηση, τα Μαθηματικά κατέχουν σημαντικότατη θέση σε όλο το πλατωνικό εκπαιδευτικό σύστημα, γιατί αυτά εξασφαλίζουν επικυρωμένη γνώση των αιώνιων και αμετάβλητων όντων και αληθειών. Αυτό σημαίνει ότι αν εξοικειωθούμε με την έννοια του μέτρου, μπορούμε να ασχοληθούμε με τα νοητά αντικείμενα και να απαλλαχθούμε από τα αισθητά. Στα Μαθηματικά συγκαταλέγονται η αριθμητική, η γεωμετρία, η στερεομετρία, η αστρονομία και η αρμονική. Την προσφορά τους ο φιλόσοφος την εντόπιζε στην επίλυση προβλημάτων της καθημερινής ζωής, στην οικονομία, τη δικαιοσύνη και στις τέχνες. Παίζουν αξιόλογο ρόλο στην εξέλιξη του χαρακτήρα, γιατί υποβάλλουν το άτομο σε τέτοιους ερεθισμούς που το αναγκάζουν σε σύντονη πνευματική ενεργοποίηση. Ξυπνούν από τη νωθρότητα και αμάθεια λόγω φύσης και κάνουν τον άνθρωπο «ευμαθή, μνήμονα και αγχίνουν». Εξάλλου, πάντα ο Πλάτωνας πίστευε πως τα μαθηματικά εμπεριέχουν μια ουσιαστικότερη αξία: ότι διευκολύνουν τη στροφή της ψυχής από τη γένεση στην ουσία.
Η εκπαίδευση λοιπόν στα Μαθηματικά, άρχιζε με τη λογιστική, δηλαδή ειδικά παιχνίδια πρακτικής αριθμητικής καθημερινής χρήσης δοσμένα με άμεσο και ευχάριστο εποπτικό χαρακτήρα. Η αριθμητική περιλάμβανε τη διδασκαλία των  ακέραιων αριθμών με τις ιδιότητές τους. Εδώ έγκειται η βάση κάθε επιστημονικής σκέψης και πρακτικής τέχνης. Με τη  γεωμετρία μετέδιδε την αξία των ορισμών και τη σαφήνεια των πορισμάτων καθώς και την ολική διαδικασία της απόδειξης. Η γραμμή, τα σημεία, τα τρίγωνα και τετράγωνα έγιναν χάρη στον πλατωνικό παραγωγικό συλλογισμό και αφαίρεση, σύμβολα και ιδέες , σκιές χειροπιαστών αντικειμένων.  Από την άλλη πλευρά η αρμονία προέκυψε από τη βαθιά πίστη του φιλοσόφου για ένα στοχασμό πάνω στους αρμονικούς αριθμούς με συνολικότερη θεώρηση της φύσης και της τέχνης. Προέκυψε δηλαδή από την αναζήτηση της αρμονικής σχέσης των αριθμών.
Η Μουσική επίσης, είναι μάθημα ιδιαίτερης αξίας. Αυτή συνίσταται σε τρία μέρη, το λόγο, την αρμονία και το ρυθμό. Αρμονία και ρυθμός οφείλουν να υποτάσσονται στο λόγο. Έτσι μόνο οι λόγοι των ποιημάτων που συνοδεύονται από ρυθμό ή μελωδία του ίδιου χαρακτήρα αποτελούν μοναδικό κριτήριο κάθε αισθητικής ή ηθικής κριτικής. Συνεπώς, το περιεχόμενο της κάθε μορφής και είδους ποίησης περνάει... 

Το ήθος δια του έθους - Τα παιδιά δεν γεννιούνται, γίνονται


Αφιερωμένο στα παιδιά


Υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό στην ζωή του γονιού από την ευτυχία του παιδιού του; Υπάρχει πιο αισιόδοξη εικόνα από αυτήν ενός μικρού παιδιού όταν ξεσπά σε γέλια;
Αφιερωμένο από έναν χαζομπαμπα, στα υπέροχα παιδιά του..

Uploaded by

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

“ΣΩΠΑ ΔΑΣΚΑΛΕ!” θεατρικό έργο για γιορτή αποφοίτων βασισμένο σε κείμενα Καζαντζάκη, Βιζυηνού, Λουντέμη, Χρηστοβασίλη, Αλεξίου, Βάρναλη.΄

Το έργο είναι κατάλληλο για γιορτή αποφοίτων στο τέλος της χρονιάς. Επειδή έχει πολλούς ρόλους μπορούν να το ανεβάσουν και τα δύο (ή τρία) τμήματα της έκτης τάξης.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Στη σημερινή γιορτή θα κάνουμε ένα νοερό ταξίδι, μια περιήγηση στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας και θα δούμε τι έγραψαν για τα σχολεία της παιδικής τους ηλικίας μεγάλοι Έλληνες λογοτέχνες του 19ου και 20ου αιώνα. Θα αρχίσουμε από το Νίκο Καζαντζάκη και το βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο».

ΦΙΛΟΣ 1: Για πες μας, Νίκο, τι θυμάσαι από τα σχολικά σου χρόνια;
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Όταν γίνηκα πέντε χρονών με πήγαν σε μια δασκάλα να με μάθει να γράφω στην πλάκα γιώτες και κουλούρες, να μάθω να ζωγραφίζω, σαν θα μεγαλώσω, τα γράμματα της αλφαβήτας. Ήταν μια αγαθή γυναικούλα, κυρα-Αρετή την έλεγαν, κοντή, παχουλή, με μια κρεατοελιά, δεξιά στο πιγούνι. Μου οδηγούσε το χέρι, μύριζε καφέ η ανάσα της και μου έδειχνε πώς να κρατώ το κοντύλι και να κυβερνώ τα δάχτυλά μου.
ΦΙΛΟΣ 2: Φαντάζομαι πως δε θα την ήθελες για δασκάλα σου…
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Στην αρχή δεν την ήθελα, δεν μου άρεσε η ανάσα της, μα σιγά σιγά, δεν ξέρω πώς, άρχισε να αλλάζει, να φεύγει η κρεατοελιά, να λιγνεύει και να ομορφαίνει το πλαδαρό κορμί της.
ΦΙΛΟΣ 1: Σιγά σιγά θα μας πεις πως έγινε και όμορφη.
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Σχεδόν. Ύστερα από λίγες εβδομάδες, έγινε ένας άγγελος, λιγνός με κάτασπρο χιτώνα.
ΦΙΛΟΣ 2: Την ξαναείδες ποτέ αυτή τη δασκάλα σου;
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Διάβηκαν τα χρόνια, ξενιτεύτηκα, γύρισα πάλι στην Κρήτη. Πέρασα από το σπίτι της δασκάλας μου. Στο κατώφλι κάθονταν στον ήλιο και λιάζονταν μια γριούλα. Τη γνώρισα από την κρεατοελιά στο πιγούνι. Τη ζύγωσα της έδωκα γνώρα. Άρχισε να κλαίει από τη χαρά της. Και μια στιγμή, δεν κρατήθηκα και τη ρώτησα: -Κυρά Αρετή της είπα, φορούσες ποτέ άσπρο χιτώνα;
ΦΙΛΟΣ 1: Και τι σου απάντησε;
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Μνήστιτι μου κύριε, ξεφώνισε η κακόμοιρη κι έκανε το σταυρό της. Εγώ άσπρο χιτώνα, παιδί μου. Και κίνησαν τα μάτια της να τρέχουν.
ΦΙΛΟΣ 1: Κι όταν πήγες στο δημοτικό τι έγινε;
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Θυμάμαι πως ένιωθα μέσα μου περηφάνια και φόβο. Το χέρι μου ήταν σφηνωμένο στη φούχτα το πατέρα μου. Μπήκαμε σ’ ένα παλιό κτήριο, με μια φαρδιά αυλή κι ένα πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα. Το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.
ΦΙΛΟΣ 2: Μετά ο πατέρας σου σ’ άφησε;
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα. Ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. 
-Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου.
ΦΙΛΟΣ 1: Κι ο δάσκαλος πότε εμφανίστηκε;
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι. Κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο. -Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου. Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο.
ΦΙΛΟΣ 2: Κατάλαβα. Από τον αυστηρό σου πατέρα σε αυστηρό δάσκαλο.
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Το κρέας δικό σου, του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου. Μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάνε τον άνθρωπο. 
-Έγνοια σου,  καπετάν Μιχάλη. Έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.
(σ.σ. Στο βιβλίο του Καζαντζάκη το κείμενο είναι μονόλογος. Όμως για τις ανάγκες του θεατρικού διασκευάστηκε εδώ σε διάλογο. Πάντως τα λόγια του Καζαντζάκη δεν έχουν αλλάξει από το πρωτότυπο κείμενο)


ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Τα ξύλο ήταν κάτι συνηθισμένο στα σχολεία εκείνης της εποχής. Ας δούμε πώς περιγράφει τα μαθητικά του χρόνια ο Χρήστος Χρηστοβασίλης στο βιβλίο «Διηγήματα του Μικρού Σκολειού».
ΧΡΗΣΤΟΣ: Επιτέλους, ήρθε ο Απρίλης και τώρα το σκολειό μας θα είναι κάτω από τα δέντρα.
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ: Ναι, βαρέθηκα όλο το χειμώνα που κάναμε μάθημα μέσα στο νάρθηκα της εκκλησιάς.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Χρήστο, τι έγινε η αδελφή σου. Γιατί δεν έρχεται πια σκολειό;
ΧΡΗΣΤΟΣ: Τη σταμάτησε η μάνα μου γιατί βούηξαν όλα τα γύρω χωριά πως η θυγατέρα του άρχοντα του Σουλίου πηγαίνει σκολειό κι η μάνα μου φοβήθηκε το κακό μάτι, μη βασκαθεί κι αρρωστήσει η αδελφή μου. Γι’ αυτό τη σταμάτησε.
Εμφανίζεται ο δάσκαλος. Οι μαθητές κάθονται στις καρέκλες τους.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Λέγε, Χρήστο. Έμαθες το μάθημά σου;
ΧΡΗΣΤΟΣ: α, β, γ, δ, ε, ζ, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ,…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Αρκετά, αρκετά… Για λέγε, Αναστάση, εσύ, τα έμαθες;
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ: Μάλιστα, κυρ δάσκαλε, α, β, γ, δ, ε, ζ, η, θ, ι, κ, λ,…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Για συνέχισε, Γιάννη.
ΓΙΑΝΝΗΣ: μ, ν, ξ, ο, π, ρ, σ, τ, υ, φ, χ, ψ, ω.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Μάλιστα, διαβασμένος είσαι κι εσύ. Για να δω τα χέρια σου, είναι καθαρά;
Ο Γιάννης του δείχνει τα χέρια.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Γιατί είναι κόκκινα;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Απ’ την βαφή των αυγών της πασχαλιάς, κυρ δάσκαλε;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Κι ακόμα δεν έφυγε η μπογιά; Για άπλωσε τα χέρια σου, Γιάννη.
(ο δάσκαλος τον χτυπάει τρεις τέσσερις φορές στο χέρι)
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Μα τι πάθατε όλοι σήμερα και είστε καλά διαβασμένοι. Για λέγε, Γιώργο, να σ’ εξετάσω κι εσένα.
ΓΙΩΡΓΟΣ: (τρέμοντας) Άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα, έψιλον, ζήτα, κάπα…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Μετά το ζήτα ποιο είναι;
ΓΙΩΡΓΟΣ: Θήτα…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Κατόπι από το ζήτα μωρέ, ποιο έρχεται;
ΓΙΩΡΓΟΣ: Ρω!
Ο δάσκαλος σηκώνεται, αρπάζει το Γιώργο από το αυτί κι αρχίζει να τον δέρνει αλύπητα, σπάζοντας τις βέργες τη μία πίσω από την άλλη.
Εκείνη τη στιγμή περνάει  ένας γέροντας του χωριού, ο Λώλης
ΛΩΛΗΣ: Να, δάσκαλος μια φορά! Αυτός είναι δάσκαλος κι όχι ο Δημήτρης ο Πάσκος στην Κρετσούνιστα, που παίζει το πηδηχτό με τα μαθητούρια του! Ακούς εκεί, δάσκαλος να παίζει με τα παιδιά! Δεν θέλουν αέρα τα παιδιά. Θέλουν ξύλο κι αγριοσύνη! Το ξύλο μαθαίνει τα παιδιά γράμματα και γνώση γιατί είναι βγαλμένο απ’ τον Παράδεισο.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Δεν ήταν κακός άνθρωπος ο γέροντας του χωριού, ο Λώλης. Απλώς πίστευε κι αυτός, όπως όλοι εκείνα τα χρόνια, ότι μόνο με το ξύλο μαθαίνουν γράμματα τα παιδιά.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Δεν είχαν μόνο το ξύλο σαν εχθρό εκείνο τον καιρό οι μαθητές. Υπήρχε και η γλώσσα του σχολείου, η καθαρεύουσα που ήταν ακαταλαβίστικη για τους μαθητές. Διηγείται ο Κώστας Βάρναλης τι έπαθε όταν προσπάθησε να διδάξει στη δημοτική γλώσσα, δηλαδή στην απλή γλώσσα του λαού.

ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ήμουν καθηγητής στα Μέγαρα και κάποια χρονιά στην Γ΄ Ελληνικού που είχα πολλά καλά παιδιά, τους δίδαξα ολάκερο τον «Εθνικό Ύμνο» του Σολωμού, που δεν τον είχε το πρόγραμμα. Βρέθηκε αμέσως ο «επιστήμονας» του χωριού να με καταγγείλει στο υπουργείο ότι υπονομεύω την αθάνατη ημών γλώσσαν, επειδή δίδαξα τον Εθνικό Ύμνο! Πού να το φανταζόταν ο Σολωμός ότι ο Ύμνος του θα μπορούσε να θεωρηθεί εθνική προδοσία. Και το υπουργείο με κάλεσε σε απολογία!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Και βέβαια το μυαλό των παιδιών τότε όπως και τώρα ήταν συνήθως στην αυλή και στο παιχνίδι. Κι ας πάσχιζε ο δάσκαλος να κάνει τους μαθητές του να προσέξουν. Ενδιαφέρον έχει η παρακάτω σκηνή που διηγείται ο Καζαντζάκης. Ο δάσκαλος ονομάζεται Περίανδρος Κρασάκης. Αυτός είχε μανία με την καθαριότητα. Κάθε μέρα επιθεωρούσε τα χέρια, τ’ αυτιά, τη μύτη, τα δόντια, τα νύχια. Δεν έδερνε, δεν παρακαλούσε, μα έλεγε:
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Ζώα, αν δεν πλένεστε κάθε μέρα με σαπούνι, δε θα γίνετε ποτέ σας άνθρωποι. Τι θα πει μαθές άνθρωπος; Αυτός που πλένεται με σαπούνι. Τα μυαλό δε φτάνει, κακομοίρηδες, χρειάζεται και σαπούνι.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Λοιπόν, τώρα θα κάνουμε γραμματική. Θα πούμε ποιες λέξεις δασύνονται. Είναι πρώτα πρώτα όλες οι λέξεις αρχόμεναι από…
ΜΑΘΗΤΗΣ 1: Από υ, κύριε. Όπως υγεία, ύδωρ…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Δεν γνωρίζεις άλλες;
ΜΑΘΗΤΗΣ 2: Να πω εγώ, δάσκαλε;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Λέγε, Μανολιό.
ΜΑΘΗΤΗΣ 2: υιός, ηγεμών.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Μανολιό το ηγεμών αρχίζει από η, όχι από ύψιλον.
ΜΑΘΗΤΗΣ 2: Συγγνώμη, κύριε, το ξέχασα.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Μα δε με προσέχετε όταν σας εξηγώ τη γραμματική.
ΜΑΘΗΤΗΣ 1: Κύριε, από υ είναι και το υπερήφανος.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Σωστά, λέγε Σήφη, ποιες από τις αντωνυμίες δασύνονται;
ΜΑΘΗΤΗΣ 1: Οι δεικτικές, ούτος, αύτη…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Όχι μόνο oι δεικτικές, Σήφη, είναι επίσης οι αόριστες, μα χθες δεν τα λέγαμε; Γιατί δε με προσέχατε;
ΜΑΘΗΤΗΣ1: Σας προσέχαμε, κύριε…
ΜΑΘΗΤΗΣ 2: Αλλά ήταν λίγο δύσκολα…
ΜΑΘΗΤΗΣ 3: Μήπως αν μας δίνατε λίγο χρόνο…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Τι να σας δώσω χρόνο, αφού ο νους σας είναι έξω στο παιχνίδι και στον πετροπόλεμο.
ΜΑΘΗΤΗΣ 3: Νομίζω, κύριε, τις θυμήθηκα.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Λέγε, Γιώργη.
ΜΑΘΗΤΗΣ 3: Είναι και οι αναφορικές, όστις, ήτις, ό,τι…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Μόνο αυτές θυμάσαι; Νομίζω πως επειδή δε σας δέρνω όπως οι άλλοι δάσκαλοι, δε μου δίνετε καμία σημασία. Λοιπόν θα σας τα ξαναπώ να τα βάλετε καλά στο μυαλό σας.
(οι μαθητές δυσανασχετούν)
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Να μην ακούω γκρίνια. Θα μάθετε καλά τη γραμματική και μετά θα πάτε για παιχνίδι. Δε θα φύγει από εδώ κανείς αν δε μάθει πώς τονίζονται οι λέξεις. Επαναλαμβάνετε μετά από εμένα. Από τα επιρρήματα δασύνονται: άπαξ, εκάστοτε, εξής, ήκιστα…
 (Όλοι οι μαθητές επαναλαμβάνουν)
ΜΑΘΗΤΕΣ: Από τα επιρρήματα δασύνονται: άπαξ, εκάστοτε, εξής, ήκιστα…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: …ο οποίος, όσος, οπόσος…
 (Ακούγεται ένα πουλί να κελαηδάει. Τα παιδιά δεν απαντούν)
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Γιατί δε μιλάτε; Επαναλαμβάνω, ο οποίος, όσος, οπόσος…
(Ακούγεται πάλι το πουλί)
ΜΑΘΗΤΗΣ 5: Σώπα, δάσκαλε. Σώπα, ν’ ακούσουμε το πουλί!
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (Κουνάει απελπισμένος το κεφάλι του) Έξω όλοι για διάλειμμα. Εσείς δεν είστε για γράμματα. Μόνο για πετροπόλεμο είστε. Άντε, πάτε να σπάσετε τα κεφάλια σας, μήπως καταφέρω να σας βάλω μέσα τη γραμματική.
Τα παιδιά φεύγουν χαρούμενα 
(σ.σ. το κομμάτι της διδασκαλίας της γραμματικής αποτελεί ελεύθερη διασκευή και στηρίζεται στο παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Καζαντζάκη «Αναφορά στον Γκρέκο»:
Ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη. Κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο).


ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Πολλά βάσανα πέρασε στο σχολείο του χωριού του ο Γεώργιος Βιζυηνός γιατί είχε να αντιμετωπίσει όχι μόνο τη στριφνή καθαρεύουσα μα και τη στενοκεφαλιά του δασκάλου του. Αυτά τα βάσανα διηγείται στο διήγημά του «Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα»
Ο νέος δάσκαλος του χωριού μπαίνει για πρώτη φορά στην τάξη και ανοίγει τον κατάλογο.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (Κουνάει το κεφάλι του) Μα ποιος έγραψε αυτόν τον κατάλογο;
ΜΑΘΗΤΗΣ 1: Ο παλιός δάσκαλος, κύριε.
ΜΑΘΗΤΗΣ 2: Μα τι έχει ο κατάλογος;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Τα ονόματά σας είναι όλα γραμμένα λάθος. Εσένα, για παράδειγμα, πώς σε λένε;
ΜΑΘΗΤΗΣ 2: Θόδωρο Μπεράτογλου.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Όχι, βρε χαϊβάνι, Θουκυδίδη σε λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Εσένα πως σε λεν;
ΜΑΘΗΤΗΣ 1: Δημήτρη Ντερμιτζόγλου.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Όχι, βρε, χαϊβάνι, Δημοσθένη Ντερμιτζόγλου. Εσένα, εκεί πίσω, πώς σε λένε;
ΜΑΘΗΤΗΣ 3: Εγώ είμαι ο Γιώργης.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Ποιος Γιώργης, βρε. Γοργίας, είναι τ’ όνομά σου.
ΜΑΘΗΤΗΣ 3: Γοργίας; Μα Γιώργη με λένε. Το Γιωργί του χωριού.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Σκάσε, χαϊβάνι. Γοργία, σε λένε. Ακούστε όλοι προσεκτικά. Είμαι ο καινούριος σας διδάσκαλος και θέλω να ομιλείτε σωστά. Θέλω επίσης να είστε επιμελείς μαθητές και να προσέχετε εις το μάθημα. Να μην αντιληφθώ ότι κοιτάζετε έξω, προς τη μηλέα του σχολείου.
ΜΑΘΗΤΗΣ 3: Ποια είναι η μηλέα, κύριε;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Δεν ξέρεις τη μηλέα, Γοργία; Αυτό το δένδρο που βρίσκεται έξω είναι η μηλέα.
ΜΑΘΗΤΗΣ 3: Όχι, κυρ δάσκαλε, δεν το ξέρεις καλά. Αυτό δεν είναι μηλέα, αλλά μηλιά.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Τι είπες αναιδέστατε. Εγώ δεν γνωρίζω καλά ποία δένδρα φύονται στην ελληνική ύπαιθρο;
ΜΑΘΗΤΗΣ 3: Μα αφού αυτό το δέντρο είναι μηλιά!
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Σκάσε. Μηλέα είναι. Έτσι είναι το σωστό της όνομα.
ΜΑΘΗΤΗΣ 3: Μα κυρ δάσκαλε, αυτό είναι το ίδιο δέντρο που έχουμε στον κήπο μας, κάνει τα ίδια άνθη, έχει τα ίδια φύλλα, τους ίδιους καρπούς, δεν μπορεί παρά να είναι μηλιά, όπως η δική μας.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Θα σταματήσεις ή θα σε ραπίσω.
ΜΑΘΗΤΗΣ 3: Το ξέρω από μικρός, μου το έμαθε η μητέρα μου. Το λέγει όλος ο κόσμος!
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Σήκω επάνω και πλησίασε αμέσως.
Ο μαθητής σηκώνεται και πλησιάζει το δάσκαλο.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Πες πως λένε μηλέα αυτό το δέντρο.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Όχι δάσκαλε, δεν το ξέρεις! Αυτό ‘ν μηλιά!
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Τι είπες; Τολμάς να μου αντιμιλάς; Δώσε μου το χέρι σου.
Ο μαθητής απλώνει το χέρι.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Ε, να λοιπόν. (Του δίνει μία με το χάρακα)
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Επιμένεις; Δεν είναι μηλέα αυτό το δένδρο;
ΜΑΘΗΤΗΣ: Επιμένω. Μηλιά είναι.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Έτσι θες, χαϊβάνι. Τώρα θα σου δείξω εγώ. Πάρε κι άλλη λοιπόν. Τεσσαράκοντα παρά μίαν θα σου δώσω μέχρι να μάθεις πως αυτό το δένδρο είναι μηλέα και όχι μηλιά. Μ’ ακούς; Τεσσαράκοντα παρά μίαν.


ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Τελικά ο Γεώργιος Βιζυηνός αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με το δάσκαλό του, χωρίς όμως να προδώσει τη μηλιά του κήπου του. Και να πώς. Κατέληξε στο εξής συμπέρασμα. Η μηλιά του σχολείου είναι μηλέα, όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί ο δάσκαλος δέρνει. Όμως η μηλιά του κήπου του, αυτή ναι είναι μηλιά, γιατί είναι μηλιά!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Δεν πήγαιναν τότε όλα τα παιδιά σχολείο. Υπήρχαν αρκετά που έχασαν την ευκαιρία της μόρφωσης κυρίως γιατί έπρεπε να δουλεύουν. Ένα από αυτά τα παιδιά, ο Μέλιος, είναι ο ήρωας του βιβλίου του Μενέλαου Λουντέμη «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα».
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Ο Μέλιος είναι ένα παιδί που δουλεύει και δεν μπορεί να πάει σχολείο. Όμως με δικά του χρήματα αγοράζει βιβλία και τα διαβάζει κι ύστερα διηγείται τις ιστορίες. Το ‘μαθε ο δάσκαλος του χωριού και τον φωνάζει στο σχολείο.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Εσύ, είσαι που λες τα παραμύθια;
ΜΕΛΙΟΣ: Δε φταίω εγώ…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Και ποιος σου είπε ότι φταις; Γιατί όμως δεν έρχεσαι στο σκολειό να γράψουμε και να μάθεις γράμματα του σκολειού; Ε; Δεν τ’ αγαπάς;
ΜΕΛΙΟΣ: Αν τ’ αγαπάω, δάσκαλε; Μα υπάρχουν πιο γλυκά γράμματα; Πώς όμως να τα μάθω;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Να έρχεσαι εδώ, στην τάξη μου.
ΜΕΛΙΟΣ: Δεν μπορώ, δάσκαλε. Εγώ μαθαίνω γράμματα του ποδαριού, γράμματα της τρεχάλας. Μαζί με τα δαμάλια. Να βοσκάνε εκείνα γρασίδι κι εγώ να διαβάζω.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Πρέπει όμως να έρχεσαι στο σκολειό.
ΜΕΛΙΟΣ: Όμως τα σκολειά σ’ αυτό τον κόσμο είναι όλα σκολειά της μέρας. Ανοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Τι να κάνω; (Βγάζει από την τσέπη του ένα μαντήλι γεμάτο με κέρματα και το αφήνει στην έδρα).
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Τι είναι αυτό;
ΜΕΛΙΟΣ: Χρήματα, δάσκαλε. Τα κέρδισα με τη δουλειά μου…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Και γιατί τ’ αφήνεις εδώ;
ΜΕΛΙΟΣ: (Με δισταγμό) Μπορώ να έρχομαι στο σπίτι σου, δάσκαλε, το απόγευμα να μου μαθαίνεις γράμματα του σκολειού;
(Ο δάσκαλος βάζει το χέρι του στο μάτι για να διώξει ένα σκουπιδάκι) 
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (Συγκινημένος) Λοιπόν… (η φωνή του είναι κάπως αλλιώτικη) Πάρε τα χρήματά σου κι αύριο που θα παχνίσεις τα δαμάλια σου, έλα…
ΜΕΛΙΟΣ: (Ενθουσιασμένος) Να πάρω πλακοκόντυλο, δάσκαλε; Να πάρω χαρτιά, μολύβια;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Όχι, όχι, καλό μου παιδί… Πώς είναι το όνομά σου;
ΜΕΛΙΟΣ: Μέλιος…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Όχι, Μέλιο…
(Το παιδί φεύγει τρέχοντας – ο δάσκαλος φωνάζει)
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Μέλιο, τα χρήματά σου!
Όμως ο Μέλιος έχει ήδη φύγει.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Από το άλλο βράδυ άρχισε ο Μέλιος να πηγαίνει. Σαν συγύριζε τα βόδια και τα πότιζε και τα πάχνιζε, έχυνε στο κεφάλι του ένα μαστραπά νερό, σφουγγαριζότανε, έχωνε στον κόρφο του τα χαρτιά του και κλεφτά τρύπωνε στο σπίτι του δασκάλου. Το ‘χανε συμφωνήσει οι δυο τους να μη μαθευτεί το μυστικό τους πουθενά. Όμως ένα βράδυ ο Μέλιος έπεσε πάνω στο θείο του.
ΘΕΙΟΣ: Έλα, εδώ. Για ζύγωσε. Πού τριγυρίζεις νυχτιάτικα;
ΜΕΛΙΟΣ: Να… πήγαινα…
ΘΕΙΟΣ: Κι αφήνεις και την πόρτα του αχουριού ανοιχτή. Γιατί ;
ΜΕΛΙΟΣ: Για να μην κάνω σαματά και ξυπνάτε.
ΘΕΙΟΣ: Κι αν μας κλέψουν τα ζα; Τι θα γίνει, μου λες;
ΜΕΛΙΟΣ: Θα τα πληρώσω εγώ.
ΘΕΙΟΣ: Εσύ; Να ένας πλούσιος. Και με τι θα τα πλερώσεις;
ΜΕΛΙΟΣ: Δεν τα κλέβουνε…
ΘΕΙΟΣ: Και πώς το ξέρεις εσύ; Συμπεθεριά με τους αλογοσούρτηδες έχεις; Μ’ αυτούς ρεμπελεύεις;
ΜΕΛΙΟΣ: Όχι, όχι, δεν πάω μ’ αυτούς.
ΘΕΙΟΣ: Ε, τότε πού στον αγύριστο πας;
ΜΕΛΙΟΣ: Στο σκολειό.
ΘΕΙΟΣ: Στο σκολειό! Να τα! Και καλά, βρε κουτάβι, δεν μπορούνε να κάνουνε τα γράμματα δίχως τη μούρη σου; Λοιπόν, άκου τώρα. Λίγα λόγια. Απ’ αύριο κόβεις. Ή ζευγάς ζευγάς ή παπάς παπάς. Για γελαδάρη σε πήρα, όχι για γραμματικό. Άντε πέσε να κοιμηθείς τώρα κι αύριο έχεις δουλειά. Καις και το λάδι.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Το παιδί έσβησε το λυχνάρι, έπεσε στ’ άχερα και τα μούσκευε ως το πρωί. Απ’ την άλλη μέρα τα ‘κοψε όλλα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Πέταξε τα βιβλία μέσα στην κοπριά και δεν τα ξανασήκωσε πια. Το πήρε απόφαση. Αυτό ήταν το γραφτό του. Να κάνει χωριό με τα δαμάλια…
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Μα γελάστηκε. Την τρίτη μέρα, καθώς γύριζε απ’ τη βοσκή, τον σταμάτησε ο δάσκαλος.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Τα ’μαθα, κακόμοιρό μου. Μα δε θα σ’ αφήσω να χαθείς. Θα σου δίνω εγώ ό,τι βιβλίο χρειάζεσαι. Να διαβάσεις μέχρι να περάσεις όλες τις τάξεις. Κι άμα βγάλεις το Δημοτικό κι έχεις κουράγιο και για το Γυμνάσιο, τράβα και μη φοβάσαι τον αφέντη σου.
ΜΕΛΙΟΣ: Ευχαριστώ, δάσκαλε…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (Βγάζει από την τσέπη του το μαντήλι με τα χρήματα). Και κάτι άλλο θέλω να σου πω. Πάρε τα χρήματά σου πίσω. Εκεί στην πόλη που θα πας, στο Γυμνάσιο, θα χρειαστείς χαρτζιλίκι…
ΜΕΛΙΟΣ: Μα θα τα καταφέρω δάσκαλε; Πώς το ξέρεις;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Το ξέρω, είμαι σίγουρος. Άκου λοιπόν. Η ζωή εκεί είναι δύσκολη. Θα θέλεις για νοίκι, για φαϊ, για τετράδια. Παρ’ τα, σε παρακαλώ.
ΜΕΛΙΟΣ: Ευχαριστώ.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Μέλιος τα κατάφερε τελικά κι έφτασε να δώσει εξετάσεις στο Γυμνάσιο.
( Μπαίνει στην άδεια αίθουσα που βρίσκεται μόνο ένας καθηγητής).
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Ήρθες για τις εξετάσεις.
ΜΕΛΙΟΣ: Μάλιστα.
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Πού είναι οι κηδεμόνες σου;
ΜΕΛΙΟΣ: Πουθενά …
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Τότε … ποιοι σε φροντίζουν;
ΜΕΛΙΟΣ: Εγώ.
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Και τα γράμματα ποιοι σου τά ’μαθαν;
ΜΕΛΙΟΣ: Εγώ …
Ο  καθηγητής πηγαίνει στην έδρα, παίρνει ένα φύλλο και το δίνει στο Μέλιο.
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Αυτά είναι τα «ερωτήματα». Καθαρόγραψέ τα ένα ένα στην κόλλα σου κι από κάτω δώσε τις απαντήσεις.
Ο καθηγητής κάθεται στην έδρα και διαβάζει ένα βιβλίο. Ο Μέλιος αρχίζει να γράφει.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ας αφήσουμε όμως το Μέλιο να γράψει με την ησυχία του κι ας θυμηθούμε τις εμπειρίες της Έλλης Αλεξίου, η οποία σε νεαρή ηλικία υπηρέτησε δασκάλα στο Γ΄ Παρθεναγωγείο Ηρακλείου στις αρχές της δεκαετίας του 1910.
(Καθώς η σκηνή εκτυλίσσεται, ο Μέλιος συνεχίσει να γράφει σε ένα θρανίο)
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ: Δεσποινίς Αλεξίου, ήρθαν όλα τα κορίτσια με τις καινούριες ποδιές για την παρέλαση;
ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ: Μάλιστα, κυρία, κάποια κορίτσια ήρθαν. Όμως κάποια άλλα…
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ: Όσα κορίτσια δεν έραψαν ποδιά δε θα συμμετάσχουν στην παρέλαση. Είναι η γιορτή του Αγίου Μηνά και πρέπει το σχολείο μας να δώσει «αρίστη εντύπωση».
ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ: Μα δεν έχουν όλα τα κορίτσια χρήματα για ποδιά.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ: Δε μ’ ενδιαφέρει. Δεσποινίς Αλεξίου, δεν είμαστε φιλανθρωπικό ίδρυμα. Είμαστε το Γ΄ Παρθεναγωγείο Ηρακλείου. Πρέπει να το καταλάβετε επιτέλους.
(έρχονται τα κορίτσια, άλλα φορούν ποδιές και άλλα όχι).
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ: (Φωνάζει δυνατά) Όσα από τα κορίτσια δε φορούν τη στολή της παρέλασης, δηλαδή την μπλε ποδιά, να φύγουν. Να μείνουν μόνο όσες φορούν τις μπλε ποδιές.
ΜΑΘΗΤΡΙΑ 1: Να μείνω εγώ κυρία που φορώ μαύρη μπέρτα και δεν ξεχωρίζω;
ΜΑΘΗΤΡΙΑ 2: Να μείνω κι εγώ που μου την αγόρασε ο πατέρας μου μα δεν πρόλαβε η μητέρα μου να την ράψει;
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ: Δεν κάνουμε καμία εξαίρεση. Αν κρατήσουμε εσένα, θα πρέπει να κρατήσουμε και την άλλη, και την άλλη…
ΜΑΘΗΤΡΙΑ 1: Μα κυρία με τη μαύρη μπέρτα δε θα φαίνεται πως δε φοράω ποδιά.
ΜΑΘΗΤΡΙΑ 2: Σας ορκίζομαι κυρία, μου την αγόρασε ο πατέρας μου, αλλά…
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ: Σιωπή, κορίτσια. Περάστε γρήγορα έξω. Επίσης να περάσουν έξω όσες μαθήτριες φορούν ποδιά αλλά δεν έχουν παπούτσια.
(Οι μαθήτριες χωρίς ποδιά αποχωρούν παραπονεμένες. Οι υπόλοιπες κάνουν γραμμή και φεύγουν για την παρέλαση. Μένει μόνη στη σκηνή η Έλλη Αλεξίου)
ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ: Η παρέλαση πήγε περίφημα. Το σχολείο μας ειδικά ήταν απ’ τα καλύτερα. Όλος ο κόσμος χειροκρότησε τις μαθήτριές μας με ενθουσιασμό. Όμως κανείς δεν πρόσεξε, εκεί στη γωνιά του δρόμου, κολλητά στον τοίχο, κάποια κορίτσια που στέκονταν παραπονεμένα, κοκκινισμένα απ’ το κλάμα. Κανείς δεν τα χειροκρότησε, κανείς δεν τα έδωσε σημασία. Ανάμεσά τους ήταν και η Γεωργία Παρασυράκη που έλεγε νερό το μάθημα κι έπαιρνε πάντα άριστα. Τυλιγμένο στη μαύρη μπέρτα της μητέρας της. «Βάλ’ την και πήγαινε. Να δεις που δε θα σου πούνε τίποτα. Μέσα σε τόσα παιδιά δε θα ξεχωρίζεις». Και η Γεωργία την πίστεψε. Μα η Διευθύντρια δεν την κράτησε. Για να μη χαλάσει την ομοιομορφία του σχολείου.


ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον Μέλιο. Τι να κάνει άραγε; Απάντησε σωστά σε όλες τις ερωτήσεις;
(Ο Μέλιος έχει τελειώσει και κοιτάζει τον καθηγητή.)
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Τι τρέχει; Γιατί δεν γράφεις;
ΜΕΛΙΟΣ: Τα ’γραψα.
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ! Ωραία. Τότε γράψε τις απαντήσεις.
ΜΕΛΙΟΣ: Τις έγραψα.
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Πώς;;; Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί. Για δώσε δω.
(Τα παίρνει, τα κοιτάζει βιαστικά κι ύστερα τα αφήνει πάνω στην έδρα)
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Σε συγχαίρω …    
(Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στην αίθουσα ο γυμνασιάρχης).
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Κύριε γυμνασιάρχα … Τελειώσαμε.
ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ: Πώς πήγε;
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Καλά … Δύναμαι να είπω καλά … Εν γένει, πολύ καλά.
ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ: Μάλιστα. Από δω είσαι συ; Γιατί ήρθες τόσο καθυστερημένος;
ΜΕΛΙΟΣ: Δεν … δεν … το ήξερα. Ήρθα από χωριό.
ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ: Αδιάφορον! Έπρεπε να το ξέρεις. Έμεινες σε καμιά τάξη στάσιμος;
ΜΕΛΙΟΣ: …
ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ: Γιατί δεν απαντάς;
ΜΕΛΙΟΣ: Ο … όχι.
ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ: Γιατί διστάζεις; Εφοίτησες ανελλιπώς και τα έξι χρόνια;
ΜΕΛΙΟΣ: Όχι … δεν …
ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ: Τι «δεν»;
ΜΕΛΙΟΣ: Δεν … πήγα σκολειό καθόλου.
ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ: Καθόλου; Πώς;; Κύριε Σκαμβουρά! … τι αποκάλυψις είναι αυτή;
Ο καθηγητής τα χάνει
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Δεν είχα προβλέψει κάτι παρόμοιον, κύριε γυμνασιάρχα. Ομολογουμένως είναι κάτι το εκπληκτικόν.
ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ: Τι «εκπληκτικόν», κύριε Σκαμβουρά; Εδώ πρόκειται περί πρωτοφανούς απάτης! Να σημειωθεί το όνομα του διδασκάλου.
Στρέφεται προς στο παιδί.
ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ: Πώς τόλμησες εσύ, νεαρέ να εξαπατήσεις ολόκληρον Εκπαιδευτήριον; Ε; … Σιωπάς; Χάα! Η σιωπή του ενόχου! Παύσε αμέσως να κλαις!
ΜΕΛΙΟΣ: Όχι, Κύριε! Δεν κλαίω! … Γιατί; Δεν έφταιξα σε τίποτα. Κι ούτε ψέματα είπα. Γιατί δεν δέχεστε τα γράμματά μου, κύριε γυμνασιάρχα; Αυτά μου δείξανε, αυτά έμαθα. Γιατί δεν τα δέχεστε; Είναι αλλιώτικα τα γράμματα του σκολειού; Δεν είχα χρήματα για να πάω στο σκολειό, και τα ’μαθα στο χωράφι. Κακό είναι; Τώρα εσείς μου λέτε ότι δεν έχουν πέραση.
ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ: Σιωπή!!
ΜΕΛΙΟΣ: Θα φύγω … Και σ’ όποιον με ρωτάει, θα λέω ότι κάποτε μάζεψα λίγα λεπτά για να πάω στο Γυμνάσιο, μα μ’ έδιωξαν, επειδή τα γράμματα που είχα μαζί μου ήταν του χωραφιού και δεν περνούσαν.
ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ: Ορίστε, φίλε μου, θράσος! Σε ερώτησα για το όνομα του διδασκάλου, δια να αναφερθώ εις το Υπουργείον! Αναμένω …Δεν απαντάς;
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Προφανώς … Προφανώς ελησμόνησε το όνομα του διδασκάλου. Ε, παιδί μου;
ΜΕΛΙΟΣ: Όχι … είπε ο Μέλιος. Το ξέρω!
ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ: Και γιατί δεν το λες;
ΜΕΛΙΟΣ: Δεν είμαι Ιούδας!!
Ο Μέλιος το βάζει στα πόδια και φεύγει.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Τελικά ο Μέλιος τα κατάφερε και φοίτησε στο σχολείο παρά τις αντιδράσεις του Γυμνασιάρχη. Κι όχι μόνο αυτό, μα κατάφερε κι έγινε συγγραφέας όταν μεγάλωσε.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Και θα τελειώσουμε τη γιορτή μας με ένα ακόμα απόσπασμα από το βιβλίο του Καζαντζάκη “Αναφορά στον Γκρέκο”
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Στην Τετάρτη τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του δημοτικού. Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως ήταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική.
ΦΙΛΟΣ 1: Σοβαρά; Νομίζατε πως η Παιδαγωγική είναι γυναίκα;
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Ναι. Μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος. Η Παιδαγωγική έλειπε, θα ήταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό, στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. “Αταξίες δε θέλω, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα. Τα μάτια σας τέσσερα, κακομοίρηδες, γιατί αλλιώς κοιτάχτε εδώ!” Είπε και μας έδειξε το βούρδουλα.
ΦΙΛΟΣ 2: Φαντάζομαι τι αυστηρός ήταν.
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Άκου και θα καταλάβεις. Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο: – Πού είναι, κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; Γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;
ΦΙΛΟΣ 1: Και πώς αντέδρασε ο δάσκαλος;
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο τον βούρδουλα. -Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε. Να, να, άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει. Όταν ίδρωσε, σταμάτησε. -Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός!
ΦΙΛΟΣ 2: Ε, τα ‘θελε και σένα η πλάτη σου…
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Τελικά η Νέα Παιδαγωγική έφτασε κάποτε και στην Ελλάδα, έστω και αργά. Δεν κρατούσε βέβαια βούρδουλα αλλά είχε ως πρώτο και κύριο ενδιαφέρον της το παιδί, καθώς και την πνευματική και ψυχική του ανάπτυξη. Φωτισμένοι παιδαγωγοί, όπως ο Δελμούζος, ο Κουντουράς, ο Παπαμαύρος και άλλοι πολλοί, έκαναν μεγάλες προσπάθειες για την ανάπτυξη της παιδαγωγικής στην Ελλάδα.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Ωστόσο και πριν απ’ αυτούς υπήρχαν άνθρωποι που έδιναν και την ψυχή τους για το σπουδαίο αυτό λειτούργημα που λέγεται διδασκαλία. Ο δάσκαλος από την Κρετσούνιστα, που έπαιζε πηδηχτό με τα μαθητούρια του, η δασκάλα του Καζαντζάκη που μεταμορφώθηκε σε άγγελο, η νεαρή δεσποινίς Αλεξίου που στεναχωριόταν βλέποντας τις μαθήτριές της να μην μπορούν να κάνουν παρέλαση ή ο δάσκαλος που πήγαινε κρυφά και βοηθούσε τον Μέλιο ήταν αμέτρητοι σ’ όλη την Ελλάδα… σε πόλεις, σε χωριά, στα πιο μικρά κι απομονωμένα σχολεία… Αυτούς λοιπόν ας θυμηθούμε τώρα που τελειώνει η γιορτή μας, τους άλλους ας τους σκεπάσει η λήθη…
ΤΕΛΟΣ