Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ - Σπάρτη, Αθήνα, Βυζάντιο, Τουρκοκρατία

Από τα πρώτα γραπτά δημιουργήματα του ελληνικού πολιτισμού αποδεικνύεται ο πόθος του Έλληνα για μάθηση, για καλλιέργεια των διανοητικών του ικανοτήτων .
Στόχος του ομηρικού ανθρώπου είναι η συνεχής προσπάθεια για την πολύπλευρηβελτίωσή του ώστε «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμεναι άλλων».

Οι ΄Ιωνες φιλόσοφοι θέτουν ως κέντρο των πρωτοποριακών τους αναζητήσεων τον άνθρωπο
και τους προβληματισμούς του επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
του Έλληνα για διεύρυνση των πνευματικών του οριζόντων.

Ορόσημο για τον παγκόσμιο πολιτισμό και ειδικότερα για την εκπαίδευση
αποτελούν ο 5ος και 4ος π.Χ. αιώνας της κλασικής Ελλάδας.
Οι αρχαίοι Έλληνες ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την εύρεση των κατάλληλων μέσων και μεθόδων
για την επίτευξη του υψηλού τους στόχου, την προαγωγή των πνευματικών τους ικανοτήτων.

Σπάρτη
Την εκπαίδευση των παιδιών στην αρχαία Σπάρτη αναλάμβανε το κράτος από τα επτά τους χρόνια.
Ζούσαν σε ομάδες (αγέλες) και είχαν επικεφαλής τον Παιδονόμο.
Βάση της αγωγής ήταν η άσκηση του σώματος και η καλλιέργεια της πολεμικής αρετής.
Κατά δεύτερο λόγο διδάσκονταν ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, μουσική και χορό.
Η εκπαίδευση των κοριτσιών ήταν ανάλογη και γίνονταν σε ιδιαίτερους χώρους.

Αθήνα
Ο "καλός καγαθός" πολίτης, ο μορφωμένος και αναπτυγμένος πνευματικά, αισθητικά,
ηθικά και σωματικά ήταν η επιδίωξη της αθηναϊκής πολιτείας.
Η εκπαίδευση στην αρχαία Αθήνα ήταν ελεύθερη και υπεύθυνοι γι' αυτήν ήταν οι γονείς του παιδιού.
Τα σχολεία ήταν ιδιωτικά.
Υποχρεώνονταν όμως να τηρούν κάποιους κανονισμούς, που ρύθμιζαν τη λειτουργία τους.
Το πνεύμα της εκπαίδευσης ήταν σύμφωνο με τις παραδόσεις και τα ιδανικά της πόλης.
Από τον 5ο αιώνα που άρχισαν να ιδρύονται στην Αθήνα τα Γυμνάσια.
Οι νέοι είχαν τη δυνατότητα να ασκούν ταυτόχρονα με το πνεύμα και το σώμα.
Το πρώτο στάδιο εκπαίδευσης ήταν της προσχολικής και σχολικής ηλικίας.
Την πρώτη την αναλάμβανε η μητέρα ή η τροφός και αποσκοπούσε στην καλλιέργεια των έμφυτων ικανοτήτων του παιδιού και στην προετοιμασία του να δεχθεί τη σχολική εκπαίδευση,
που άρχιζε συνήθως στα επτά χρόνια.
Ο Παιδαγωγός, οικιακός δούλος, συνόδευε το παιδί στο Διδασκαλείο.
Από τον πρώτο του δάσκαλο ο μικρός Αθηναίος μάθαινε ανάγνωση, συλλαβισμό, γραφή, αριθμητική. Αργότερα τον αναλάμβανε ο Κιθαριστής για να τον μυήσει στην τέχνη της μουσικής
( μαθήματα λύρας, αυλού και τραγουδιού με συνοδεία λύρας ).
Αφού το παιδί αποκτούσε αυτές τις στοιχειώδεις γνώσεις, ερχόταν σε επαφή
με την ηρωική και διδακτική ποίηση ( Όμηρο-Ησίοδο ), καθώς και με τη λυρική.
Μάθαινε επιπλέον χορό, ζωγραφική, χειροτεχνία και γεωμετρία.
Ο Παιδοτρίβης φρόντιζε για τη σωματική εκγύμναση των μαθητών στην Παλαίστρα
( "πένταθλον" και "παγκράτιον" ).
Η διδασκαλία στο σχολείο ήταν εξάωρη.
Τα κορίτσια μορφώνονταν στο σπίτι.

Μετά το 14ο έτος οι έφηβοι μπορούσαν να παρακολουθήσουν την ανώτερη εκπαίδευση
στα δημόσια γυμνάσια και στις φιλοσοφικές ή ρητορικές σχολές
( Ακαδημεία Πλάτωνα, Περίπατος Αριστοτέλη, ρητορική σχολή Ισοκράτη και άλλες ),
που άρχισαν να ιδρύονται από τον 5ο αιώνα κάτω από την επίδραση της διδασκαλίας των σοφιστών,
των φιλοσόφων και των ρητόρων.
Εκεί διδάσκονταν επιπλέον αστρονομία, μαθηματικά και γραμματική.
Παρόμοια μορφή είχε και το εκπαιδευτικό σύστημα των περισσότερων
ελληνικών πόλεων αυτής της περιόδου.

Στους Ελληνιστικούς χρόνους (3ος και 2ος αιώνας) δε σημειώθηκαν σημαντικές μεταβολές στο χώρο της εκπαίδευσης.
Όμως το περιεχόμενό της διευρύνθηκε με την εισαγωγή νέων επιστημών.
Οι μέθοδοι επίσης και τα μέσα διδασκαλίας εκσυγχρονίστηκαν.

H EKΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η Χριστιανική θρησκεία και η Ελληνική πνευματική κληρονομιά αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία του πολιτισμού και μάλιστα της παιδείας του Βυζαντίου.
Η Εκκλησία πρωτοστάτησε στο χώρο της εκπαίδευσης αναλαμβάνοντας εξολοκλήρου σχεδόν όχι μόνο την οργάνωση, τη στελέχωση και τη λειτουργία της, αλλά και την οικονομική επιχορήγησή της.
Στο δύσκολο αυτό έργο οι ενοριακές επιτροπές δεχόταν συχνά τη συνεργασία των κοινοτήτων.

Η ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ,
που δεν ήταν υποχρεωτική, άρχιζε από το έβδομο έτος της ηλικίας του παιδιού και ήταν τριετής.
Τα «ιερά γράμματα»,όπως ονομαζόταν αυτό το στάδιο, έδιναν τη δυνατότητα στο μικρό μαθητή να έλθει για πρώτη φορά σε επαφή με θρησκευτικά κείμενα (Παλαιά και Καινή Διαθήκη,Ψαλτήρι και άλλα)
και να μάθει με τη βοήθειά τους το αλφάβητο, συλλαβισμό, ανάγνωση και γραφή.
Η διδασκαλία συμπληρωνόταν με τη βυζαντινή μουσική, τα θρησκευτικά και την ιστορία.
Τα μαθήματα διδάσκονταν από κληρικούς και μοναχούς κυρίως ,σε χώρους που παραχωρούσαν οι εκκλησίες ή τα μοναστήρια.
Οι ιδιωτικοί διδάσκαλοι που δίδασκαν στα σπίτια ήταν γνωστοί ως «παιδαγωγοί».

Η ΜΕΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 
άρχιζε από τα δέκα χρόνια του μαθητή και διαρκούσε τέσσερα έως πέντε έτη.
Το περιεχόμενο της εκπαίδευσης εμπλουτίζονταν με «τα των Ελλήνων γράμματα», με τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας.
Άλλα μαθήματα ήταν η Ιστορία, η Φυσική (βοτανική, ζωολογία, γεωγραφία), η Μουσική, η Γεωμετρία, η Αστρονομία και η Σημειογραφία.
Οι «φοιτητές» παρακολουθούσαν τις παραδόσεις των ειδικών καθηγητών, ρητόρων, φιλοσόφων, γραμματικών και σημειογράφων στα διδασκαλεία που λειτουργούσαν
υπό τη μέριμνα της Εκκλησίας σε πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας.

Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 
ήταν πρωταρχικό μέλημα του κράτους.
Ο Θεοδόσιος Β΄ ίδρυσε το 425 το Πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως, όπου παραδίδονταν μαθήματα αρχαίας ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, λατινικών,ρητορικής, φιλοσοφίας και δικαίου.
Ανώτατες και πανεπιστημιακές σχολές ιδρύθηκαν και λειτουργούσαν με τη φροντίδα του κράτους στην Αλεξάνδρεια, τη Βηρυτό, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη τη Νίκαια
και φυσικά στην Κων/πολη, όπως και σε άλλες πόλεις της Αυτοκρατορίας .
Οι νέες επιστήμες όπως η ιατρική και τα μαθηματικά συμπλήρωναν σταδιακά τις ήδη διδασκόμενες . Το έργο της εκπαίδευσης βοηθούσαν εκτός από τους εκπαιδευτικούς και οι πλούσιες βιβλιοθήκες, δημόσιες, ιδιωτικές και μοναστηριακές, όπως η βιβλιοθήκη του Πατριάρχη Φωτίου.
Αξιοσημείωτη είναι η προσφορά των μοναχών και στον τομέα της αντιγραφής έργων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ορισμένα από τα οποία διασώθηκαν χάρη στη δική τους πρωτοβουλία.

Είναι γενική διαπίστωση ότι η Βυζαντινή παιδεία συνετέλεσε ουσιαστικά όχι μόνο στη διαμόρφωση του ιδιαίτερου χαρακτήρα του βυζαντινού πολιτισμού αλλά και στη διατήρηση
και διάδοση της Χριστιανικης και της Ελληνικής ανθρωπιστικης παιδείας.
Αυτή η περίοδος έχει να επιδείξει σημαντικές μορφές που έγιναν φορείς και διδάσκαλοι αυτής της παιδείας, όπως οι Πατέρες της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας.

H Eκπαίδευση κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Ο ρόλος της Εκκλησίας στα πλαίσια της προσπάθειας επιμόρφωσης των υποδούλων κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας είναι αδιαμφισβήτητος όχι μόνον εξαιτίας της προσφοράς του στη στοιχειώδη, έστω, εκπαίδευση των Ελλήνων αλλά πολύ περισσότερο για την ουσιαστική συμβολή του στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης άρρηκτα συνδεδεμένης με την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τους Τούρκους δε σήμανε μόνο το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αλλά και τον περιορισμό ,αν όχι την εξάλειψη, κάθε αξιόλογης πνευματικής δραστηριότητας στον κατακτημένο ελληνικό χώρο. Ο αναπόφευκτος μαρασμός στην εκπαίδευση χρειάστηκε υπεράνθρωπες προσπάθειες για την αντιμετώπισή του.
Τον αγώνα αυτό ανέλαβε κατά κύριο λόγο η Εκκλησία και κατά δεύτερο απόδημοι Έλληνες, μορφωμένοι πολλοί απ' αυτούς, οι οποίοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι η διατήρηση της πίστης, της γλώσσας και της εθνικής συνείδησης ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την ιστορική συνέχεια και την αναγέννηση του Έθνους.
Οι νάρθηκες των εκκλησιών και τα κελιά των μοναστηριών ήταν οι χώροι όπου παραδίδονταν κάποια στοιχειώδη μαθήματα στα ελληνόπουλα από κληρικούς και μοναχούς. Η διατήρησή τους στη μνήμη των Ελλήνων ως «Κρυφά Σχολειά» είναι άλλη μια ένδειξη του σκληρού καθεστώτος που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στην υπόδουλη Ελλάδα, γεγονός που ερμηνεύει πιθανώς και την παντελή σχεδόν απουσία κάποιας άλλης δραστηριότητας στον τόσο σημαντικό τομέα της εκπαιδευτικής λειτουργίας.
Ελάχιστα σχολεία υπολειτουργούσαν σε ελληνικές περιοχές στα τέλη του 16ου αιώνα.
Το 17ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη, το εθνικό, θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο του ελληνισμού, άρχισε να παρουσιάζει κάποια εξέλιξη στον τομέα της εκπαίδευσης, όπως αποδεικνύεται από την αρτιότερη οργάνωση και τη διεύρυνση του αντικειμένου διδασκαλίας της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Η αναβάθμιση της Σχολής σε πανεπιστημιακό επίπεδο και η συμπλήρωση των θεολογικών μαθημάτων με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, της φυσικής, των μαθηματικών και της φιλοσοφίας έδωσε τη δυνατότητα σε αρκετούς νέους όχι μόνο να μορφωθούν οι ίδιοι, αλλά και σταδιακά να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους στους στερημένους Έλληνες.
Με αργά αλλά σταθερά βήματα αρχίζει η ίδρυση σχολείων με την επίβλεψη, τη συνεισφορά και την οικονομική ενίσχυση της Εκκλησίας, των αποδήμων Ελλήνων και των κοινοτήτων. Τα σχολεία της πρώτης βαθμίδας ,τα "κοινά", δίδασκαν στα παιδιά ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Τα βιβλία που χρησιμοποιούσαν ήταν το Ψαλτήρι, η Οκτώηχος και ο Απόστολος μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, οπότε κυκλοφόρησαν τα πρώτα Αλφαβητάρια " Ελληνικά" συνήθως ονομάζονταν τα σχολεία της δεύτερης βαθμίδας, τα οποία είχαν περισσότερα αντικείμενα διδασκαλίας, όπως Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, ρητορική, ηθική, γεωμετρία, φυσική, φιλοσοφία, θεολογία.
Εκτός από την Κωνσταντινούπολη ,όπου λειτούργησαν επίσης η Ελληνική Ιατρική Ακαδημία, η Πατριαρχική Μουσική Σχολή, η Εμπορική Σχολή της Χάλκης και η Θεολογική Σχολή, αρκετά εκπαιδευτήρια ιδρύθηκαν μέχρι το 19ο αιώνα σε διάφορες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Τότε η ανοδική πορεία της ελληνικής εκπαίδευσης έφθασε στο αποκορύφωμά της, με το φαινόμενο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Στη συλλογική προσπάθεια για την αφύπνιση του Γένους έδωσαν το «παρών» όχι μόνον κληρικοί και σπουδασμένοι δάσκαλοι αλλά και πολλοί ΄Έλληνες που εργαζόταν στον ευρωπαϊκό χώρο και είχαν αποκτήσει ευρύτερη μόρφωση, εμπλουτισμένη με τα σύγχρονα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η ιδεολογική και γλωσσική διαμάχη ανάμεσα στους αρχαιστές, τους καθαρολόγους και στους υποστηριχτές της απλής γλώσσας του λαού οδήγησε σε συγκρούσεις και αντιθέσεις μεγάλο αριθμό οπαδών αυτών των ομάδων. Παράλληλα όμως παρουσιάστηκε έντονη συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα, γεγονός που συνετέλεσε ουσιαστικά στη διάδοση και την αναβάθμιση της επίπονης προσπάθειας για την πνευματική και εθνική αναγέννηση του ΄Ελληνισμού

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ (1828-1831)
Στοχεύοντας στην πνευματική αναγέννηση του απελευθερωμένου από τον τουρκικό ζυγό ελληνικού κράτους ο πρώτος κυβερνήτης του κατέβαλλε προσπάθειες για την εξασφάλιση αρχικά της στοιχειώδους εκπαίδευσης.
Το 1829 ιδρύει το Ορφανοτροφείο της Αίγινας για τα ορφανά του πολέμου, όπου λειτουργούσαν εκτός από τα αλληλοδιδακτικά σχολεία (σχολεία στα οποία οι μαθητές των ανώτερων τάξεων δίδασκαν τα παιδιά που φοιτούσαν στις κατώτερες ) τρεις κλάσεις ελληνικών μαθημάτων και πολλά “χειροτεχνεία”,πρακτικά εργαστήρια διαφόρων τεχνών για όσους μαθητές δεν είχαν ικανότητες προόδου στα μαθήματα.
Η στοιχειώδης εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική.
Στο Ορφανοτροφείο εντάχθηκε και το Πρότυπο σχολείο, όπου εκπαιδεύονταν δάσκαλοι για τα αλληλοδιδακτικά.
Επιπλέον ιδρύθηκε το Κεντρικό σχολείο “ δια τους έχοντας έφεσιν να αναδεχθώσιν το διδασκαλικόν επάγγελμα” και για όσους νέους θα ήθελαν να ακολουθήσουν ανώτερες σπουδές.
Σχολεία λειτούργησαν και στη Σύρο, στο Ναύπλιο, την Αθήνα και την ΄Ύδρα.
Επίσης λειτούργησε το Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο Ναυπλίου, η Εκκλησιαστική Σχολή του Πόρου, η Αγροτική Σχολή της Τίρυνθας και η Εμπορική Σχολή Σύρου.
Ο Καποδίστριας σε συνεργασία με την Επιτροπή για θέματα παιδείας φρόντισαν κατά το δυνατόν για τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό των σχολών και την έκδοση διαταγμάτων για τη σωστή οργάνωση και λειτουργία τους.
Ο κυβερνήτης είχε διατυπώσει την ανάγκη ιδρύσεως Πανεπιστημίου. ΄Όμως οι οικονομικές δυσκολίες και η έλλειψη διδακτικού προσωπικού, καθώς και ο πρόωρος θάνατός του δεν του επέτρεψαν να υλοποιήσει τους οραματισμούς του.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ
Πολλοί χαρακτηρίζουν το εκπαιδευτικό σύστημα που εισήχθηκε στην Ελλάδα κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας ως μίμηση του αντίστοιχου συστήματος που λειτουργούσε εκείνη την εποχή στη Γερμανία. Γι αυτό το λόγο οι δυσκολίες προσαρμογής του στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος ήταν αναμενόμενες.
Πρώτη βαθμίδα εκπαίδευσης ήταν το Επτατάξιο Δημοτικό ή του λαού σχολείο.
Ακολουθούσε το Τριτάξιο Ελληνικό σχολείο, στο οποίο μπορούσαν να εισαχθούν με εξετάσεις ακόμα και παιδιά που είχαν ολοκληρώσει τη φοίτησή τους μέχρι την τέταρτη τάξη του Δημοτικού.
Κατόπιν οι απόφοιτοι του Ελληνικού είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν το Τετρατάξιο Γυμνάσιο και τέλος το Πανεπιστήμιο, που λειτούργησε για πρώτη φορά το 1838, με τη φιλοσοφική, τη θεολογική, τη νομική και την ιατρική σχολή.
Βέβαια εκτός από την κρατική πρωτοβουλία, ουσιαστικά συνέβαλαν στη μόρφωση των ελληνοπαίδων οι κοινότητες, πολλοί ιδιώτες και ΄Έλληνες των παροικιών, με την ηθική, υλική και οικονομική ενίσχυσή τους.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Το παιδί, το παιχνίδι και η μάθηση

Οι βασικοί στόχοι της παιδικής ηλικίας είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη, η μάθηση και το παιχνίδι. Οι μέρες χωρίς παιχνίδι είναι άδειες και χωρίς νόημα για τα μικρά παιδιά. Για τα παιδιά το παιχνίδι είναι το ίδιο ζωτικό με την τροφή. 
Το παιχνίδι για τα παιδιά είναι το πιο ισχυρό
και αποτελεσματικό εργαλείο μάθησης.
Τα παιδιά επενδύουν όλη τους την ενέργεια στο παιχνίδι απλούστατα γιατί και τα ίδια καταλαβαίνουν ότι μέσα από το παιχνίδι μαθαίνουν για τους εαυτούς τους, για τους άλλους και για το φυσικό τους κόσμο. Από τον τρόπο που αλλάζει το παιχνίδι των παιδιών καταλαβαίνουμε και τον τρόπο που αναπτύσσονται. Στο παιχνίδι φαίνονται και αναπτύσσονται η δημιουργικότητα, η κινητικότητα, η γνωστική και η συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Μέσα από το παιχνίδι τα παιδιά γνωρίζουν τον εαυτό τους, το περιβάλλον και τους ανθρώπους που ζουν γύρω τους  ξεπερνούν τους φόβους τους. Για παράδειγμα το παιχνίδι του γιατρού τα βοηθάει να ξεπεράσουν το φόβο της βελόνας και του στηθοσκοπίου. Καθώς παίζουν τα παιδιά επιλύουν προβλήματα και αλληλεπιδρούν με άλλα άτομα.
Τα παιδιά μαθαίνουν και αναπτύσσονται συμμετέχοντας σε διάφορα περιβάλλοντα, όπως η οικογένεια, η κοινότητα, οι παιδικοί σταθμοί, οι παιδότοποι κλπ. Κάθε ένα από αυτά τα περιβάλλοντα έχει τη δική του σπουδαιότητα και επιρροή στην ανάπτυξη και στη μάθηση των παιδιών.
Ωστόσο το παιχνίδι για τα παιδιά αποτελεί μια παγκόσμια και αναμφισβήτητη σταθερά και χαρακτηριστικό γνώρισμα της παιδικότητας σε κάθε σημείο του κόσμου.
Όταν τα παιδιά αφήνονται να αναπτυχθούν μόνα τους μέσα από το παιχνίδι:
1)      Αναπτύσσονται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τους ρυθμούς που υπαγορεύει η ηλικία τους και η συναισθηματική, η πνευματική και η κοινωνική τους υπόσταση.
2)      Ανακαλύπτουν τον κόσμο χρησιμοποιώντας τις δικές τους φυσικές δυνάμεις, χωρίς πιέσεις και εξαναγκασμούς, αποκτώντας αυτοπεποίθηση.
3)      Μαθαίνουν τη ζωή παίζοντας και επιλέγουν αυτά τα ίδια τους συμμάχους τους σε αυτό το παιχνίδι. Καθοδηγούνται από τις δικές τους ανάγκες και κάνουν αυτό ακριβώς που ξέρουν καλύτερα από κάθε τι άλλο: να παίζουν.
Το παιχνίδι για τα παιδιά είναι το πιο ισχυρό και αποτελεσματικό εργαλείο μάθησης.

ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ, ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ 
Ο ρόλος της οικογένειας στη διαδικασία ολοκλήρωσης της προσωπικότητας του παιδιού είναι ιδιαίτερα σημαντικός και φυσικά ο ρόλος των γονέων στην ικανοποίηση των αναγκών του παιδιού για παιχνίδι είναι καθοριστικός. Οι γονείς εύκολα ανακαλύπτουν ότι το να παίζουν με τα παιδιά τους είναι διασκεδαστικό και χρήσιμο. είναι ένας εύκολος και πολύ αποδοτικός τρόπος να μάθουν τα ενδιαφέροντα, τις δεξιότητες και τις ανησυχίες των παιδιών τους. Μπορούν να συνεισφέρουν στην ανάγκη των παιδιών για παιχνίδι όταν:
·        Παίζουν μαζί τους.
·        Προσθέτουν φαντασία και στοιχεία του παιχνιδιού σε καθημερινές καταστάσεις.
·        Δημιουργούν ευκαιρίες για παιχνίδι
·        Πηγαίνουν τα παιδιά σε μέρη  όπου θα μπορούν να γνωρίσουν πρόσωπα και πράγματα διαφορετικά από αυτά που γνωρίζουν στο σπίτι ή στο νηπιαγωγείο.

  Ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι το παιχνίδι δεν αποτελεί δραστηριότητα που έρχεται σε αντίθεση με τη μάθηση. Αντίθετα το παιχνίδι ως φυσική δραστηριότητα των παιδιών αυτή της ηλικίας προσφέρει τις ίδιες ευκαιρίες για να μάθουν όπως όλες οι άλλες παιδικές δραστηριότητες. Οι δεξιότητες του κάθε παιδιού αναπτύσσονται καθώς αυτό δημιουργεί το δικό του γνωστικό υπόβαθρο, κυρίως μέσα από δραστηριότητες αλληλεπίδρασης, μεταξύ των οποίων κυρίαρχη θέση έχει το παιχνίδι. 
Η επιρροή των γονέων σε κάθε στάδιο παιχνιδιού που περνούν τα παιδιά είναι πολύ σημαντική. Η συμμετοχή, σε λογικά πλαίσια, των γονέων στο παιχνίδι των παιδιών είναι σημαντική, γιατί:
1.      Αντιλαμβάνονται τι παίζει κάθε φορά το παιδί, πώς αντιμετωπίζει το παιχνίδι, πώς χειρίζεται τα υλικά και πώς τα συνδυάζει.
2.      Αντιλαμβάνονται πώς το παιδί πηγαίνει από το ένα παιχνίδι στο άλλο, πού συναντά δυσκολίες, πώς τις αντιπαρέρχεται.
3.      Αντιλαμβάνονται την αξία που έχει το παιχνίδι για το παιδί και την αξία που έχει το κάθε αντικείμενο.
 
Οι γονείς θα πρέπει να έχουν πάντα υπόψη τα εξής:
 
·        Το παιχνίδι των παιδιών εξαρτάται από τις ανάγκες, τις σκέψεις και τις ευαισθησίες που εξωτερικεύουν σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές.
·        Η μεγαλύτερη ένδειξη σεβασμού των γονέων προς το παιχνίδι των παιδιών είναι να προσφέρουν παιχνίδια και χρόνο για παιχνίδι.
 
Πώς μπορούν οι γονείς να βοηθήσουν στο παιχνίδι των παιδιών
 
Οι γονείς πρέπει όχι μόνο να βοηθούν τα παιδιά στο παιχνίδι τους, αλλά και να τα παρακινούν, δηλαδή:
·        Να δημιουργήσουν ένα χώρο στο σπίτι και να τον εξοπλίσουν με παιχνίδια.
·        Κατά τη διάρκεια της ημέρας καλό θα ήταν να βρίσκουν χρόνο για να παρατηρούν το παιχνίδι του παιδιού.
·        Μετά το νηπιαγωγείο και κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου καλό θα είναι να παρέχουν ευκαιρίες στο παιδί να παίζει σε υπαίθριους χώρους.
·        Καλό θα είναι να εξηγούν στο παιδί ότι το παιχνίδι είναι σημαντικό για όλους.
·        Καλό θα είναι να συμμετέχουν και οι ίδιοι σε κάποια από τα συμβολικά παιχνίδια που καταστρώνει το παιδί, ως ισότιμοι παίχτες.
·        Δεν πρέπει να ξεχνούν να υποστηρίζουν τη δημιουργικότητα του παιδιού.
Νηπιαγωγός, Προνηπιακού Τμήματος
του Παιδικού Σταθμού ''αστεράκια''